από την Μήτις
Η συζήτηση γύρω από τις παθογένειες του δημοσίου τομέα στην
χώρα ακολουθεί τα κλισέ και συνήθως όχι άδικα: διαφθορά, καταχρηστική
συμπεριφορά, αδιαφορία υπαλλήλων, κλπ. Σε κάποια από τις (υποχρεωτικές)
συναλλαγές μας με το δημόσιο έχουμε όλοι μας γίνει θύματα τέτοιων ανάρμοστων
συμπεριφορών, όταν εξαρτόμαστε από υπαλλήλους κινούμενους – ηπιότερα – από την
ηδονή της εξουσίας και το σαδισμό του γραφειοκράτη που ανεμπόδιστα βασανίζει
πολίτες και – χειρότερα – από το συμφέρον για παράνομα κέρδη. Και αυτό είναι σαφώς
δείγμα του ελλειμματικού μας σύγχρονου πολιτισμού. Συναντάται, ωστόσο, όλο και
πιο συχνά και η άλλη πλευρά, της αξιοσύνης, της ευγένειας και της εντιμότητας.
Η δεύτερη κινδυνεύει, όχι όμως εξαιτίας ελλειμματικής ηθικής των υπαλλήλων.
Το πειθαρχικό δίκαιο που ισχύει μετά το 2012 με τον νόμο
4093, στο πλαίσιο αύξησης της απόδοσης ευθυνών και της αποτελεσματικότητας της
δημόσιας διοίκησης εισάγει την ποινή της αργίας (με τις σχετικές μισθολογικές
συνέπειες), η οποία επιβάλλεται πριν την τελεσίδικη απόφαση, με την παραπομπή
του υπαλλήλου ενώπιον του δικαστηρίου ή του πειθαρχικού συμβουλίου για σοβαρά
παραπτώματα. Το πρόβλημα ανάγεται στο ότι ο φόρτος εργασίας των δικαστικών
αρχών και η σκόπιμη πολυπλοκότητα των μηνύσεων ωθούν εισαγγελείς να παραπέμπουν
στο δικαστήριο σχετικά εύκολα τις υποθέσεις – κι επομένως τους υπαλλήλους σε
αργία. Από την άλλη, τα πειθαρχικά συμβούλια μπορεί να λειτουργούν με λιγότερη ανεξαρτησία,
επηρεαζόμενα από τις πολιτικές ηγεσίες, με τον κατηγορούμενο να εξαρτάται από
το αν η θέση του συμπλέει με αυτές ή όχι.
Χρειάζεται να αναρωτηθούμε κατά πόσο η έννοια της δυναμικής
απειλής – αυτής που έχει απτές συνέπειες για τον υπάλληλο – η οποία εισάγεται
με το νόμο εξυπηρετεί το συμφέρον της κοινωνίας.
Υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Με το νέο καθεστώς η
κατάχρηση μπορεί να περάσει στα χέρια των πολιτών που, έχοντας έτοιμα βέλη,
είναι ανά πάσα στιγμή πρόθυμοι να τα χρησιμοποιήσουν, αυτή τη φορά για να
επιδιώξουν τα δικά τους παράνομα συμφέροντα.
Αυτό κυρίως συμβαίνει όπου υπάρχουν συμφέροντα τα οποία
εμποδίζονται από την εργασία των ευσυνείδητων υπαλλήλων. Τέτοια παραδείγματα θα
βρει κανείς εκεί όπου ενεργούν ελεγκτικοί μηχανισμοί, όπως στον δημοσιονομικό
έλεγχο υπουργείων και νομικών προσώπων του δημοσίου ή στην αξιολόγηση και
έλεγχο επενδύσεων. Φίλη γιατρός του ΕΣΥ με πληροφόρησε ότι το φαινόμενο έχει
πάρει διαστάσεις και στα νοσοκομεία, όπου γιατροί μηνύονται γιατί δεν
αντιμετώπισαν έγκαιρα κάποιο περιστατικό – αλήθεια με ποια μέσα προσπαθούν οι
γιατροί να ανταπεξέλθουν στον απίστευτο φόρτο εργασίας των τελευταίων χρόνων
μετά τις μειώσεις προσωπικού και την στροφή ολοένα και περισσότερων ανθρώπων
στα δημόσια νοσοκομεία; Στα σχολεία επίσης, δάσκαλοι μηνύονται για την
εντιμότητά τους, όταν δεν ανέχονται κακές συμπεριφορές των μαθητών και
βρίσκονται απέναντι σε γονείς–κόλακες. Τι αποτελέσματα έχουμε από όλα αυτά;
Στην περίπτωση των ελέγχων, επιχειρήσεις, ευνοούμενες συχνά
των πολιτικών ηγεσιών, επιθυμούν να παρακάμψουν τις νόμιμες διαδικασίες για
ίδιον όφελος. Οι υπάλληλοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της μήνυσης – πιθανή αργία
και απώλεια εισοδήματος, δικαστικά έξοδα, ψυχολογικό κόστος – επιλέγουν να
σιωπήσουν και να εκτελέσουν τις παράνομες πράξεις που συνήθως έρχονται έτοιμες
από τους ανώτερούς τους. Με αυτόν τον τρόπο ακυρώνεται η έννοια της αμερόληπτης
άσκησης των καθηκόντων τους.
Έτσι, ο κάθε «δυσαρεστημένος» με τις ενέργειες του υπαλλήλου
πολίτης/εταιρεία μπορεί να κρατά όμηρο των δικών του παράνομων ορέξεων τον εκάστοτε
χειριστή που υπό τον φόβο της αργίας θα ανακόψει τη δική του αιτιολογημένη και
ενδεδειγμένη αντίρρηση στην ικανοποίηση συγκεκριμένου αιτήματος που θα βλάπτει
το δημόσιο συμφέρον ή θα παραβλέπει τους κανόνες της νομιμότητας και την
ηθικής. Όταν δε οι συγκεκριμένοι πολίτες έχουν ιδιαίτερη πρόσβαση στους
πολιτικούς προϊστάμενους των υπαλλήλων – γενικούς γραμματείς και υπουργούς – ο
εκβιασμός (ένα από τα σοβαρά παραπτώματα) έρχεται από την απέναντι πλευρά. Εδώ
έχουμε επίσης παράβαση καθήκοντος του υπαλλήλου, ο οποίος όμως ταυτόχρονα
απειλείται ότι, αν πράξει το καθήκον του, θα τιμωρηθεί. Υπερισχύει η λογική του
δυνατότερου και καλλιεργείται κλίμα φοβισμού.
Για την δίκαιη αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών υπάρχουν
ορισμένα πρακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Το πρώτο είναι να επιβάλεται η ποινή της αυτοδίκαιης αργίας
ως εξαιρετικό μέτρο που αντιστρατεύεται το τεκμήριο της αθωότητας σε αυτόφωρα
αδικήματα, δηλαδή όταν ο υπάλληλος συλληφθεί να διαπράττει συγκεκριμένη
αξιόποινη πράξη (πχ φακελάκι).
Δεύτερον, να συμπεριληφθούν στο θεσμικό πλαίσιο «αντίβαρα»
στα δικαιώματα των πολιτών, ώστε να αποτραπεί η κατάχρηση των μέσων που έχουν
στη διάθεσή τους, και μάλιστα με εκδικητικό τρόπο, εναντίον ευσυνείδητων
υπαλλήλων. Δηλαδή, η καταχρηστική και αβάσιμη χρήση των ένδικων μέσων να
επιφέρει ποινές αντίστοιχες του επιδιωκόμενου σκοπού, παραδείγματος χάριν
αποκλεισμό από μελλοντικούς διαγωνισμούς ή επενδυτικά προγράμματα. Έτσι η χρήση
τους θα γίνεται με σύνεση και όταν πραγματικά χρειάζεται, όταν δηλαδή θα μπορεί
να αποδειχτεί η παράνομη συμπεριφορά του υπαλλήλου.
Η βελτίωση της εικόνας του δημοσίου μπορεί να στηριχτεί σε
ένα θετικό μοντέλο ενδυνάμωσης του προσωπικού, επιβράβευσης των ηθικών
στοιχείων, αξιοκρατίας και κινητοποίησης των εργαζομένων –όχι μέσω οικονομικών
κινήτρων, αλλά με την συμμετοχή τους στην προβληματική για την
αποτελεσματικότητα της διοίκησης και στην διάδοση καλών πρακτικών που έχουν
λειτουργήσει στην εμπειρία τους.
Αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν την εργατικότητα και το καλό
παράδειγμα από τις πολιτικές ηγεσίες – επιστημονική φαντασία στην Ελλάδα.