Του Νίκου Χρυσολωρά
Προτού στρώσουμε βάγια και κλαδιά για την υποδοχή του πρωθυπουργού και της συνοδείας του από το Πεκίνο και το Μπακού, επιτρέψτε μου να θέσω ορισμένα άβολα ερωτήματα, διακινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ γκρινιάρης και εντελώς αποσυντονισμένος από το διθυραμβικό κλίμα στον διεθνή Τύπο για την Ελλάδα. Ας υπενθυμίσουμε κατ’ αρχάς ότι ανάλογες πρωτοβουλίες εκδηλώθηκαν και άλλες φορές τα τελευταία τρία χρόνια, για παράδειγμα με τις συνεχείς επισκέψεις κυβερνητικών παραγόντων στο Κατάρ, αλλά και τις πολυπληθείς αποστολές Γερμανών επιχειρηματιών στην Αθήνα. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα βαρύγδουπα λόγια γρήγορα ξεχάστηκαν…
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει, βεβαίως, ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε τα ίδια και ότι όσα αποφασίστηκαν θα υλοποιηθούν και δεν θα μείνουν στον αέρα. Πράγματι, λίγοι αμφιβάλλουν ότι ο κ. Σαμαράς επιδεικνύει προσώρας πολύ μεγαλύτερο ταλέντο στην παρακολούθηση και τη συνέχεια όσων αποφασίζονται (follow up) από ό,τι ο κ. Παπανδρέου. Επιπλέον, οι απειλές της έξωσης από την Ευρωζώνη και της γενικευμένης αστάθειας, οι οποίες αποτελούσαν τροχοπέδη για την πραγματοποίηση επενδύσεων, έχουν υποχωρήσει. Η Ελλάδα αναβαθμίζεται από τους οίκους αξιολόγησης και οι δημοσιονομικοί δείκτες βελτιώνονται. Φτάνουν όμως αυτές οι προϋποθέσεις για να δραστηριοποιηθεί κάποιος σοβαρός επενδυτής στην πατρίδα μας; Φοβάμαι πως όχι.
Κάθε φορά που Ελληνας πολιτικός παρουσιάζει τη χώρα ως «ιδανική πύλη εισόδου» στην Ευρώπη και γενικώς κελεπούρι από τα λίγα που έχουν μείνει στον κόσμο, θυμάμαι την απελπισία του Ευρωπαίου επιτρόπου Γιοχάνες Χαν, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην «Κ» τον περασμένο Νοέμβριο: «Πέρυσι το καλοκαίρι, ζήτησα από τον Γερμανό αντικαγκελάριο Ρέσλερ να προωθήσει γερμανικές επενδύσεις στη χώρα σας. Σε λίγες μόλις εβδομάδες είχε ανταποκριθεί και έστειλε αντιπροσωπεία επιχειρηματιών στην Αθήνα. Μου απάντησαν ότι ενδιαφέρονται, αλλά υπάρχουν σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο είναι η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Οπως ξέρετε, δεν είναι απίθανο για μια εταιρεία να βρεθεί στο δικαστήριο ή να ζητήσει την παρέμβαση της Δικαιοσύνης. Οταν, επομένως, οι υποθέσεις κάνουν τόσα χρόνια να τελεσιδικήσουν, αποτελεί ισχυρό αντικίνητρο για δραστηριοποίηση στην Ελλάδα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η νομοθεσία για τη φορολόγηση. Ρωτάς ένα στέλεχος της εφορίας τι ισχύει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και σου δίνει μια απάντηση. Λίγους μήνες μετά, ένας άλλος εφοριακός σου δίνει άλλη απάντηση. Δεν γίνεται, όμως, να κάνει κάποιος επενδύσεις χωρίς διοικητική και νομική σταθερότητα. Οπως βλέπετε, τα εμπόδια που σας αναφέρω δεν έχουν σχέση με τα λεφτά», μου είχε πει τότε, εμφανώς προβληματισμένος, ο κ. Χαν.
Τι έχει αλλάξει από το καλοκαίρι του 2011, όταν επισκέφθηκαν τη χώρα μας Γερμανοί επιχειρηματίες; Ελάχιστα πράγματα… Σε προχθεσινό ρεπορτάζ της στην «Κ», η συνάδελφος κυρία Μάνδρου αναφέρει ότι σε ειρηνοδικεία της Αττικής δίνονται δικάσιμοι για το 2022, στο Εφετείο της Αθήνας τα αδίκαστα κακουργήματα ξεπερνούν τις 5.000, στα Διοικητικά Δικαστήρια εκκρεμούν 500.000 υποθέσεις και στο Συμβούλιο της Επικρατείας 36.000. Την ίδια στιγμή, η γραφειοκρατία παραμένει στο απυρόβλητο, με διαρκώς λιγότερους δημοσίους υπαλλήλους να καλούνται να φέρουν εις πέρας το ίδιο εύρος ανούσιων εργασιών. Επίσης, 60 δισεκατομμύρια καταθέσεων που έφυγαν εν μέσω κρίσης δεν έχουν επιστρέψει στο τραπεζικό σύστημα και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν έχει ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα τα επιτόκια χορηγήσεων στον ιδιωτικό τομέα να παραμένουν διψήφια. Και τέλος, όσοι –παρά τις επιταγές της λογικής– επενδύουν στην Ελλάδα, έρχονται αντιμέτωποι με εγκληματίες που απειλούν να κάψουν ζωντανούς τους εργαζομένους τους, όπως στη Χαλκιδική και τον κ. Τσίπρα, ο οποίος διαμηνύει ότι όταν έλθει εν τη βασιλεία του, θα επανακρατικοποιήσει τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες. Ποιος εχέφρων άνθρωπος θα κάνει, λοιπόν, επιχείρηση σε αυτή τη χώρα;
Ναι, η οικονομία είναι και ψυχολογία, αλλά δεν είναι μόνο ψυχολογία. Χρειάζονται και οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες για να ανθήσει, ελλείψει μάλιστα θαλασσοδανείων. Οσο οι αντικειμενικές συνθήκες δεν αλλάζουν, κυρίως στη Δικαιοσύνη και στη Δημόσια Διοίκηση, η μείωση των ελλειμμάτων θα επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αφαίμαξης και ουχί της ανάπτυξης. Και για κάθε ταξίδι πρωθυπουργών με μεγαλεπήβολες προτάσεις θα αναγκαζόμαστε, δυστυχώς, έπειτα από λίγο να λέμε ότι «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται».
Πηγή: Καθημερινή