Η «γενιά του Πολυτεχνείου» έχει γίνει αντικείμενο μυριάδων συζητήσεων και αναλύσεων. Δεν υπάρχει όμως μία «γενιά του Πολυτεχνείου» αλλά πολλές.
Tου Αλεξη Παπαχελα
Υπάρχουν πρώτα απ’ όλα, πέρα από τους νεκρούς, οι εκατοντάδες άνθρωποι οι οποίοι βασανίστηκαν απάνθρωπα, φυλακίστηκαν και υπέφεραν χωρίς ποτέ να το βάλουν στο… βιογραφικό τους. Πρόκειται για ανθρώπους που προκαλούν θαυμασμό με τη σεμνότητα και το ήθος τους. Δεν θα τους ακούσεις ποτέ να μιλάνε οι ίδιοι για το πόσο ξύλο έφαγαν και τι πέρασαν. Είναι διάσπαρτοι μέσα στην ελληνική κοινωνία και όταν τους γνωρίζεις, καταλαβαίνεις πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της πατρίδας μας αν είχαν παίξει αυτοί τον πρωτεύοντα ρόλο μετά το 1974. Είναι καλοί δάσκαλοι, γιατροί, αρχιτέκτονες, επιστήμονες εδώ και έξω. Και βεβαίως είναι άνθρωποι παθιασμένοι με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη μάχη κατά του ρατσισμού, την απέχθεια προς τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Αυτούς πονάει, περισσότερο από κάθε άλλον, αυτό που συμβαίνει σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια με τα οργανωμένα μπουλούκια και τους ροπαλοφόρους που επιβάλλουν τη δική τους δικτατορία. Τους πονάει γιατί προφανώς δεν βασανίστηκαν και δεν πάλεψαν για να επικρατήσει αυτό το χάλι.
Μια άλλη «γενιά του Πολυτεχνείου» εξαργύρωσε την εμπειρία της για να «μπει στα κόλπα». Μιλάμε για τους ανθρώπους που μπήκαν στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας και του πλούτου χωρίς κανένα δισταγμό και με περίσσιο κυνισμό. Γι’ αυτούς το Πολυτεχνείο ήταν το άλλοθι για να μπουν στα ΑΕΙ χωρίς κανένα απολύτως προσόν, επιβάλλοντας μια νέα ιεραρχία «καραβανάδων», που έβλεπαν τη διδασκαλία ως μία ακόμη θέση στο Δημόσιο. Πολλοί εξ αυτών πρωταγωνίστησαν στο ξέφρενο πάρτι με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, τη διαφθορά στο Δημόσιο και τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις-φούσκες. Δεν σήκωναν και πολλές κουβέντες όταν κάποιος τους έκανε κριτική για την έλλειψη αρχών και ήθους. «Ξέρεις, ρε, τι έχω περάσει εγώ;» ήταν μια κλασική απάντηση, η οποία συνοδευόταν συνήθως από διάφορες ιστορίες και κατέληγε με το «ξέρεις τι έκαναν οι άλλοι πριν έλθουμε εμείς στα πράγματα;».
Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη, διακριτή κατηγορία ανθρώπων, που κόλλησαν στο 1974. Μιλάνε συνεχώς για εκείνη την περίοδο, δεν έχουν αλλάξει σε τίποτα την ιδεολογία και κοσμοθεώρησή τους. Είναι άνθρωποι αφοσιωμένοι στον στόχο τους και οι οποίοι ζούσαν σε διάφορους κλειστούς μικρόκοσμους. Μιλούσαν για την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας σαν μια χαμένη ευκαιρία για την άνοδο της Aριστεράς στην εξουσία. Θυμίζουν τους ακόμη παλαιότερους, που ανέλυαν επί δεκαετίες τη «χαμένη ευκαιρία» του Δεκέμβρη του 1944. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να θυμώσεις ούτε να τους παρεξηγήσεις, τουλάχιστον εκείνους που δεν συμβίβασαν την ιδεολογική καθαρότητα με τα «κόλπα»… Εκαναν, βέβαια, ό,τι μπορούσαν για την ιδεολογική επικράτηση της Aριστεράς, όπως εκείνοι την εννοούσαν, σε κρίσιμους τομείς της κοινωνίας.
Ξαναγυρίζω όμως εκεί απ’ όπου άρχισα. Η «κολλημένη» γενιά περιμένει τώρα την ιστορική της ευκαιρία. Η γενιά που ταυτίσθηκε με τα «κόλπα» μετράει προσεκτικά τι τη συμφέρει και μάλλον θέλει τη δραχμή και τα «κλειστά παράθυρα». Αναγέννηση, όμως, της χώρας χωρίς την ώριμη Kεντροαριστερά, χωρίς τη γενιά της δημιουργίας πέρα από κόμματα, δεν υπάρχει. Δεν φτάνει η μάχη που δίνουν αυτοί οι άνθρωποι στα πανεπιστήμια για να μείνουν ανοικτά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πρέπει να μιλήσουν, όπου και αν βρίσκονται, και να μπουν στο καμίνι της πολιτικής και του δημοσίου διαλόγου πριν να είναι αργά…
Πηγή: Καθημερινή