1. Ένα στοιχείο της παραποίησης είναι η παράταιρη σύζευξη με σύγχυση σχημάτων λόγου. Ο επίδοξος μα κακότεχνος ποιητής παίρνει ένα στοιχείο από μια αίσθηση, την ακοή ας πούμε, και το σμίγει με στοιχείο άλλης αίσθησης, της όρασης ας πούμε. Π.χ. γράφει ο ΝΒ (σ 20):
Κοιτώντας με βαθιά/ Με τα πανέμορφά σου μάτια/
Σφραγίζοντας με πάθος ανεξίτηλο την καρδιά μου./
Παρακάμπτοντας το πεζό ‘πανέμορφα μάτια’, βλέπουμε τη σύγχυση μεταξύ σφραγίδας και πάθους. Τα μάτια μπορούν μεταφορικά να ‘σφραγίσουν’ μια κατάσταση, μα δεν μπορούν ούτε μεταφορικά να σφραγίσουν με πάθος μια καρδιά. Η σφραγίδα είναι πολύ μικρή και υλική, ενώ το πάθος είναι αόριστο και μη υλικό.
Όμοιο σφάλμα κάνει και ο ΓΓ (σ 43):
Ένα αηδόνι από ζωής ερημικής το χάσμα / τη μελωδία έκτιζε του κόσμου.
Ας παραγνωρίσουμε το ακατανόητο ‘χάσμα’ που είναι η ‘ερημική ζωή’ του αηδονιού. Το ρήμα ‘κτίζω’ ακόμα και μεταφορικά έχει τους συνειρμούς τούβλου, πέτρας, τσιμέντου, ασβέστη και δεν ταιριάζει με τη ‘μελωδία’. Θα ταίριαζε αν έκτιζε ‘κόσμο μελωδικό’. Διότι ένας κόσμος ‘κτίζεται’ και συχνά ‘με μελωδία’.
2. Είναι πολλά τέτοια παραδείγματα σύγχυσης (σ 81 ‘ίσκιος πικρά ντύνει ένα κοχύλι’: ίσκιος όρασης, πικράδα γεύσης).
Παρόμοιο σφάλμα είναι μια διαδοχή εικόνων που, πάλι, δεν δένουν, όπως της ΜΤ (σ 156):
Στο φρύδι των κυμάτων/ ο αφρός καλλιεργεί ένα καλοκαίρι/
που κρέμεται απ’ τις πευκοβελόνες/ και ξενυχτάει στα φύλλα της ελιάς/
μ’ όλο το κόκκινο να πυρπολεί/ τη βαθειά σιωπή των ματιών σου/
Οι δύο πρώτες γραμμές στέκουν ποιητικά: το ‘φρύδι’ που έχει μια ανεκτή μεταφορά όπως και το ξαφνικό, ζωντανό ‘καλλιεργεί’ (σαν τα κοράλλια). Μπορούμε μετά να δεχτούμε και το καλοκαίρι να κρέμεται από πευκοβελόνες (πρώτα θάλασσα, τώρα δάσος και βουνό ίσως). Μετά όμως είναι δύσκολο να καταλάβουμε, γιατί το καλοκαίρι ‘ξενυχτάει στα φύλλα της ελιάς’ και όχι μιας κρεβατίνας ή ενός πλατάνου κλπ. Η έμπνευση χαλάει με το ‘κόκκινο’ (της ανατολής του ήλιου;) που πυρπολεί (όραση) τη σιωπή (ακοή) των ματιών (όραση).
Εξίσου κακό αν όχι χειρότερο είναι το δείγμα της ΛΜ (σ 109):
Περνάμε άοπλοι σαν στίχοι/ Φτιαγμένοι/ Από θλιμμένο καρπό/
Μαύρο σπόρο σκληρών ημερών//
Αυτό μπορείτε να το αναλύσετε μόνοι σας.
3. Ο ΑΚ (σ 72 – 3) προσπαθεί έντονα να φανεί ‘ποιητής’ γράφοντας το ‘Οι τάφοι των ποιητών’. Ποιητές, λέει, είναι αυτοί
Που φόρεσαν ανάποδα τη δόξα για να φαίνεται
Το χέρι τους γεμάτο σ’ άδειες τσέπες…//
Τώρα βαθιά στο χιλιοειπωμένο Ανείπωτο
Αν το θαύμα που ρίχνεις ανεβαίνει γδαρμένο…//
Αν κάτι ακούν/ Είναι τα ίδια τα λόγια τους που επιστρέφουν
Φοβισμένα από τον Κέρβερο της αιωνιότητας, τα λόγια αυτά.//
Εδώ επεκτάθηκα λίγο, διότι βλέπουμε και κακοτεχνία και ασυναρτησία και προσποίηση βαθιάς στόχασης (σαν τον Ρίτσο).
Είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς φοριέται ανάποδα η δόξα κι έτσι φαίνεται το γεμάτο χέρι μέσα σε άδειες τσέπες: οι γραμμές μιλάνε δίχως να λένε τίποτα κατανοητό. Εξίσου δύσκολο είναι το θαύμα που ανεβαίνει από το Ανείπωτο ‘γδαρμένο’! Η ασυναρτησία και η προσποίηση κορυφώνεται στα λόγια που επιστρέφουν φοβισμένα από τον Κέρβερο της αιωνιότητας και μάλιστα τονίζεται ‘αυτά τα λόγια’. Ποιος είναι ο Κέρβερος της αιωνιότητας; Οι ποιητές είναι νεκροί στον Άδη έχοντας περάσει τον Κέρβερο. Τα λόγια τους είναι στον δικό μας κόσμο σε βιβλία και κασέτες και DVD. Πώς είναι φοβισμένα από τον Κέρβερο αφού δεν πήγαν εκεί;
4. Δυστυχώς είναι πολύ συχνές τέτοιες περιπτώσεις κακοτεχνίας, ασυναρτησίας και παραποίησης γενικά και προκαλούν μεγάλη θλίψη.
Δυστυχώς όλοι αυτοί (και αυτές) που παραποιούν τόσο εύκολα δεν φαίνονται να έχουν την παραμικρή επίγνωση της σκανδαλώδους ανεπάρκειάς τους. Οι πιο προσεκτικές γραφές είναι δυστυχώς ελάχιστες. Θα τις κοιτάξω στο επόμενο σημείωμα.