dvitīya «δεύτερο-»: από αυτό το επίθετο δημιουργήθηκε ο όρος a–dvaita- (< a–dvit-īya) «δίχως-δεύτερο, ένα» που συνήθως μεταφράζεται ως «μονισμός» και «μονιστικό σύστημα» και αναφέρεται στην ερμηνεία του S της φιλοσοφίας Vedānta, δηλ. των Ουπανισάδων κυρίως (που είναι το τελευταίο τμήμα των Βεδών).
Ένα από τα πιο διδακτικά μέρη της Μεγάλης του Δάσους Ουπανισάδας Bṛhadāraṇyaka Upaniṣad (της Βεδικής Παράδοσης της Ινδίας) είναι το απόσπασμα 1.4.1-5. Το παραθέτω ολόκληρο καθώς περιγράφει τη δημιουργία από την αρχή και προσθέτω διάφορα επεξηγηματικά σχόλια για διευκόλυνση. Το S είναι ο Ādi-Śankara, πρώτος Shankaracharya.
Κεφ 4.1. Στην αρχή αυτό το σύμπαν ήταν ο Εαυτός (ātman) στην μορφή ανθρώπου-puruṣa. Κοίταξε γύρω, δεν είδε τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του. «Εγώ είμαι αυτός» είπε αρχικά! Τότε εγέρθηκε το όνομα aham «εγώ». Έτσι σήμερα επίσης όταν συστήνεται κάποιος, πρώτα λέει «εγώ είμαι …» και μετά δίνει όποιο άλλο όνομα έχει. Αυτό το πρώτο ον ονομάστηκε pur–uṣa επειδή πριν από όλα (pūr–va) [τα άλλα] κατέκαψε (uṣ-) κάθε κακό. Αυτός που έχει αυτή τη γνώση καίει όποιον θέλει να τον ξεπεράσει.
Ετυμολογία του pur-uṣa: εδώ σαν πρώτο συστατικό είναι το pūr-va “πρώτος” αλλά το μακρό ū ενέχει δυσκολίες. Μια άλλη ετυμολογία σε άλλο κείμενο είναι pur- “οχυρό, πόλη” pur-uṣa- “φως/αυγή στην πόλη”. Αυτός είναι εδώ ο πρωτότοκος του Εαυτού του σύμπαντος και το σύμπαν είναι δική του προβολή ή εκδήλωση.
Το ρήμα “καίει” εδώ υποδηλώνει, λέει ο Ś, “ξεπερνά, αφήνει πίσω”.
4.2. Το ον φοβήθηκε˙ γι’ αυτό ο καθένας φοβάται όταν μένει μόνος. Μετά οραματίστηκε (īkṣ-): «Γιατί να φοβάμαι αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από εμένα;» Τότε ο φόβος του έφυγε: τι θα φοβόταν; Ο φόβος εγείρεται μόνο όταν υπάρχει κάτι άλλο.
“όταν υπάρχει κάτι άλλο” dvitīya “δεύτερο-”: από αυτό το επίθετο δημιουργήθηκε ο όρος a-dvaita- (< a-dvit-īya) “δίχως-δεύτερο, ένα” που συνήθως μεταφράζεται ως “μονισμός” και “μονιστικό σύστημα” και αναφέρεται στην ερμηνεία του S της φιλοσοφίας Vedānta, δηλ. των Ουπανισάδων κυρίως (που είναι το τελευταίο τμήμα των Βεδών).
4.3. Δεν χαιρόταν καθόλου: γι’ αυτό δεν χαίρεται κανείς όταν μένει μόνος. Επιθύμησε άλλον [ως σύντροφο] (dvitīya-). Τώρα μεγάλωσε τόσο, όσο ο άντρας και η γυναίκα μαζί αγκαλιασμένοι. Τότε χώρισε αυτό το σώμα σε δύο κι έτσι εγέρθηκαν ο σύζυγος (pati) και η σύζυγος (patnī). Σίγουρα, γι’ αυτό έλεγε ο Yājñavalkya [για ένα άτομο]: «Αυτό είναι το μισό του συνόλου του Εαυτού (sva-)». Έτσι ο χώρος (ākāśa) γέμισε πλήρως με τη γυναικεία οντότητα (striyā). Ζευγάρωσε μαζί της κι έτσι εκδηλώθηκαν οι άνθρωποι.
Η διαφοροποίηση αρχίζει με αυτήν την επιθυμία για κάτι άλλο (dvitīya “δεύτερο”) που είναι συντροφιά. Το ον, ο puruṣa, διεστάλη και φούσκωσε και από την ουσία του αποκύησε, ξεχώρισε, το αρσενικό ον και τη θηλυκή παρουσία, η οποία γέμισε τον χώρο (ākāśa “αιθέρας”) που είναι δική του προέκταση, ένα επίπεδο χαμηλότερα, το οποίο γίνεται τώρα το υπόστρωμα (η υποδοχή του Πλάτωνα στο Τίμαιος 51Α). Αυτή η διαφοροποίηση σε pati και patnī (ή puman- και strī- “άντρα και γυναίκα”) γίνεται η βάση και για το φιλοσοφικό σύστημα Sāṅkhya όπου πρωτοστατούν ο Puruṣa και η Prakṛti ή Pradhāna, που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα την αμετάβλητη δύναμη Συνειδησίας και την εξελικτική μεταβαλλόμενη ενέργεια-ουσία της δημιουργίας. Αλλά στο σύστημα αυτό χάθηκε η πρωταρχική ενότητα από όπου προήλθαν οι δύο δυνάμεις.
Εδώ έχουμε και την πρώτη μνεία του Yājñavalkya – γόνος του Yajñavalkya ή/και “επεξηγητής των απόψεων της θυσίας” (S). Εδώ ο Olivelle μάλλον σφάλλει με “The two of us are …” – και μερικοί άλλοι. Η λέξη svaḥ όντως είναι ο δυικός του asmi (-είμαι) “εμείς οι δύο είμαστε” αλλά δεν υπάρχει καμιά αντωνυμία να το στηρίξει. Η μόνη αντωνυμία, το δεικτικό ουδέτερο idam, αναφέρεται στο διεσταλμένο ον. Το sva – αναφέρεται στον Εαυτό του όντος και μπορεί να είναι ονομαστική svaḥ “αυτός [είναι] σαν (iva)…” ή περιεκτική/τοπική sve (7η ενικού) “μέσα στον εαυτό [του όντος είναι] …” κ.λπ.
Το “ζευγάρωσε” αποδίδει το ρήμα sam-bhū- (ελληνικό συμ-φύω) “συν-γίνομαι/-ουσιάζομαι”. Οι άνθρωποι είναι manuṣya – γόνοι του προπάτορα Manu. Εδώ ο Manu ταυτίζεται με τον Virāj ενώ Śatarūpā, η σύζυγος του, ταυτίζεται με την θηλυκή παρουσία, patnī/strī (S).
4.4. Αυτή συλλογίστηκε (īkṣ-) «Πώς τώρα αυτός πρώτα με παράγει από τον εαυτό του και μετά ζευγαρώνει μαζί μου; Να, τότε, ας κρυφτώ.» Έγινε αγελάδα, ο άλλος όμως έγινε ταύρος, ζευγάρωσε μαζί της κι έτσι γεννήθηκαν τα γελάδια. Αυτή έγινε φοράδα, ο άλλος επιβήτορας˙ αυτή γαϊδούρα, ο άλλος γάιδαρος: ζευγάρωσε μαζί της κι έτσι γεννήθηκαν τα ζώα με μια οπλή. Αυτή έγινε γίδα, ο άλλος τράγος˙ αυτή προβατίνα, ο άλλος κριάρι: ζευγάρωσε μαζί της κι έτσι γεννήθηκαν κατσίκια και πρόβατα. Με αυτό τον τρόπο αποκύησε κάθε ζευγάρι που υπάρχει ως τα μυρμήγκια.
Τα ρήματα “γεννώ, εκδηλώνω, παράγω” αποδίδουν το jan – που σημαίνει “εκδηλώνω, κάνω φανερωμένο”. “αποκύησε” είναι το ρήμα sṛj- “γεννώ, παράγω από τον εαυτό ή την ουσία μου”. Συχνά μεταφράζεται και ως “δημιουργώ”. Μα δεν σημαίνει με ξένη ουσία. Είναι μια πολύ διαφορετική έννοια από την ιουδαϊκή και χριστιανική “δημιουργία εκ του μηδενός” ή την εξέλιξη στη (νέο-)Δαρβινική σκέψη. Σε κάθε στάδιο το θηλυκό μεταβάλλεται σε άλλη μορφή αλλά το αρσενικό παίρνει την ίδια σχετική μορφή και το ζευγάρωμα συνεχίζεται. Εδώ, βέβαια, έχουμε σύμβολα και αλληγορίες.
Οι δυνάμεις/ενέργειες της φύσης “ζευγαρώνουν” ακατάπαυστα και παράγουν όλα τα φαινόμενα του κόσμου. Έτσι αυτό που στο ανθρώπινο επίπεδο είναι αιμομιξία, καθώς ο γεννήτορας/πατέρας σμίγει με το αποκύημα της ίδιας της ουσίας του, με άλλα λόγια, με τη θυγατέρα του, στο συμπαντικό επίπεδο είναι πολύ φυσικό, καθώς, πχ, η θερμότητα προκαλεί την κίνηση του αέρα, επίσης εξάτμιση και βροχή και αυτά τα στοιχεία σμίγουν και χωρίζουν, ή σμίγουν με τη γη, και ταυτόχρονα παράγονται φυτά και καρποί που τρέφουν διάφορα είδη πλασμάτων. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον ψυχισμό μας καθώς το διανοητικό στοιχείο της σκέψης μπορεί να παράγει τη συναισθηματική οργή ή χαρά, μετά τα δυο σμίγουν, παράγουν κάτι άλλο (π.χ. μετάνοια), χωρίζουν και ούτω καθ΄εξής. Είναι τέτοιες φυσικές ενέργειες που συμβολίζει η αιμομιξία σ’ αυτά τα πανάρχαια κείμενα.
4.5. Έπειτα αυτός γνώριζε «Εγώ μόνος είμαι η δημιουργία αφού εγώ την αποκύησα». Έτσι έγινε η δημιουργία. Όποιος το γνωρίζει αυτό γίνεται [δημιουργός] σ’ αυτή τη δημιουργία του [πρώτου όντος].
Ας θυμόμαστε πως “δημιουργία” δεν σημαίνει κάτι ξεχωριστό: είναι αποκύηση, ακτινοβολία ή εκπόρευση, μια προέκταση της ουσίας του “δημιουργού” σε χαμηλότερο επίπεδο χοντρότερης ενέργειας ή ουσίας. “Γίνεται [δημιουργός]” είναι του S: το πρωτότυπο έχει απλώς bhavati “υπάρχει, αναπτύσσεται”. Αλλά αφού με τη γνώση αυτός ταυτίζεται (στο σύστημα του S) με τον Hiraṇyagarbha ή Virāj, γίνεται όντως δημιουργός.
Έπεται συνέχεια…