Έγραψε πολλά περί θρησκείας, θεολογίας κι εκκλησίας ο κόμης Λέο Τολστόι, και μάλιστα ενάντια. Γι’ αυτό και αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο το 1901 – ενώ ήταν από τους λίγους αληθινούς Χριστιανούς. Κι εδώ, στο Περί Τρέλας καταφέρεται κατά της επίσημης εκκλησίας, των δογμάτων, των πρακτικών και των διδασκαλιών της, που αγνοούν εντυπωσιακά όπως δείχνει, τις βασικές διδαχές του Ιησού. Παραθέτω το απόσπασμα δίχως σχόλιο.
Οι διδαχές αυτές όμως παρασιωπούνται, έχουν καταντήσει χυδαίες μαγγανείες που βάζουν τους ανθρώπους να βουτάνε στα νερά, ν’ αλείφονται με λάδι, να εκτελούν συγκεκριμένες κινήσεις με το σώμα τους, να λένε ξόρκια, να καταπίνουν μπουκίτσες ψωμί κι άλλα παρόμοια – κι απ’ την αρχική διδασκαλία δεν έχει μένει τίποτα. Κι αν ποτέ κάποιος προσπαθήσει να υπενθυμίσει ότι ολ’ αυτά τα μάγια, οι λειτουργίες, οι ικεσίες, τα κεριά, οι εικόνες, δεν έχουν σχέση με τη διδασκαλία του Χριστού, η οποία καλεί τους ανθρώπους ν’ αγαπάνε αλλήλους, να μην ανταποδίδουν το κακό με κακό, να μην κρίνουν, να μην αλληλοσκοτώνονται, τότε εκείνοι που έχουν κέρδος από τέτοιες απάτες σουφρώνουν τα φρύδια και διακηρύσσουν, σ’ όλους τους τόνους και μ’ απερίγραπτο θράσος, στις εκκλησίες, μέσα από βιβλία, εφημερίδες, κατηχήσεις, ότι ο Χριστός ουδέποτε απαγόρευσε τον όρκο (τις ορκωμοσίες) ούτε και την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής (με τις θανατικές ποινές, τους πολέμους) κι ότι το δόγμα της μη βίαιης αντίστασης είναι μια πονηρή, σατανική επινόηση των εχθρών του Χριστού.
Το πιο φοβερό όμως είναι ότι εκείνοι που κερδίζουν απ’ όλα αυτά δεν εξαπατούν μόνο ενηλίκους αλλά έχουν την εξουσία να παραπλανούν και μικρά παιδιά – αυτά τα πλάσματα για τα οποία ο Χριστός είπε αλίμονο σ’ εκείνον που θα τα ξεγελάσει. Νιώθει κανείς φρίκη στη σκέψη ότι οι άνθρωποι αυτοί για κάποια μικροσυμφέροντα, προξενούν τέτοιο ασύλληπτο κακό, κρύβοντας την αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός και που είναι για το καλό όλης της ανθρωπότητας – ένα καλό που δεν αντισταθμίζεται ούτε με κέρδη χίλιες φορές μεγαλύτερα απ’ αυτά που αποκομίζουν τούτοι οι άνθρωποι.
Φέρονται όπως εκείνος ο ληστής που ξεκληρίζει ολόκληρη οικογένεια, πέντε έξι ανθρώπους, για να πάρει ένα παλιό παλτό και σαράντα καπίκια. Η οικογένεια από μόνη της θα του έδινε όλα της τα ρούχα κι όλα της τα χρήματα, αρκεί να μην τους σκότωνε. Εκείνος όμως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Το ίδιο συμβαίνει και με τους απατεώνες της θρησκείας. Θα ήταν δέκα φορές προτιμότερο να τους συντηρούμε και να τους εξασφαλίζουμε μια ζωή σε χλιδή αρκεί να μην οδηγούν τους ανθρώπους στην καταστροφή με την απάτη τους. Εκείνοι όμως δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αυτό είναι που προκαλεί φρίκη. Και όχι μόνο μπορούμε, αλλά οφείλουμε να ξεσκεπάζουμε τις απάτες τους….
Όταν κάποιος αρχίζει ν’ αγαπά το Χριστιανισμό πιο πολύ κι απ’ την Αλήθεια, το αμέσως επόμενο βήμα είναι ν’ αγαπάει τη σέκτα ή την εκκλησία στην οποία ανήκει περισσότερο κι απ’ το Χριστιανισμό και στο τέλος καταλήγει ν’ αγαπά τον εαυτό του (την ησυχία του) πάνω απ’ όλα, όπως είπε ο Κόλεριτζ, ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής γύρω στο 1800. (He who begins by loving Christianity better than truth will proceed by loving his own sect or church better than Christianity, and end by loving himself better than all: Coleridge – 1772-1834.)