1. Υπάρχει ένα παλαιό ανέκδοτο, αρκετά γνωστό, σχετικά με αυτή τη ρήση του Νίτσε. Σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο εκεί γύρω στο 1900 κάποιος έγραψε σε έναν τοίχο ‘Ο Θεός πέθανε’: Νίτσε. Τον Αύγουστο ο Νίτσε πέθανε. Τον Οκτώβριο που άρχισε η νέα ακαδημαϊκή χρονιά κάποιος έγραψε κάτω από το πρώτο γκράφιτι: ‘Ο Νίτσε πέθανε’: Θεός.
Τι εννοούσε όμως ο Νίτσε με αυτή του τη φράση – «ο θεός πέθανε»;
Διότι αν ο Θεός είναι ο Ύψιστος, ο ένας Θεός και άγνωστος Δημιουργός των πάντων, αθάνατος και άχρονος, οπωσδήποτε δεν πεθαίνει. Και ο Νίτσε φυσικά το ήξερε αυτό πολύ καλά.
Παρακάμπτοντας τον μηδενισμό της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπων, που νομίζουν πως βλέπουν στη ρήση του Νίτσε, θα πρέπει να την εξετάσουμε στο πλαίσιο των συμφραζομένων της.
2. Με αυτή τη ρήση του ο Νίτσε καλεί, καλώς ή κακώς, ορθά ή λαθεμένα, τους ανθρώπους να πάρουν τον θρόνο τους στη δημιουργία και να αναλάβουν την ευθύνη που συνδέεται με τον θρόνο του λογιζόμενου κι επομένως κορυφαίου όντος. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του, το ανάστημά του, να γίνει πολύ ανώτερος από αυτό που επέβαλε στον εαυτό του με μια καταπιεστική, δογματική θρησκεία. Πρέπει να παρατήσει τον εθισμό στη θρησκεία και υποκριτική ηθική και να ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητές του. Έγραψε λοιπόν:
‘Ο θεός είναι νεκρός. Ο θεός παραμένει νεκρός. Κι εμείς τον έχουμε θανατώσει. Πώς θα παρηγορήσουμε τον εαυτό μας, εμείς οι χειρότεροι των δολοφόνων; Εκείνο που ήταν το ιερότερο και ισχυρότερο από όλα όσα είχε ο κόσμος, το αφαιμάξαμε ως τον θάνατο με τα μαχαίρια μας. Ποιος θα μας καθαρίσει από όλο αυτό το αίμα;(…) Τι νέες εορτές εξιλέωσης πρέπει να επινοήσουμε; (…) Δεν πρέπει εμείς τώρα να γίνουμε θεοί ώστε να αξίζουμε;
3. Η πασίγνωστη ρήση (ο θεός πέθανε, ο θεός είναι νεκρός) βρίσκεται σε πολλά έργα του, μα κυρίως στο Χαρούμενη Επιστήμη (Die fröhliche Wissenschaft, 1892). Αμέσως μετά έγραψε το Also sprach Zarathustra (Τάδε έφη Ζαρατούστρα ή Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, σε πολλές εκδόσεις και μεταφράσεις). Και σε αυτό αναπτύσσει κάπως ποιητικά τις ανθρώπινες δυνατότητες ανέλιξης σε ανώτερο ον. Αλλά προτού κοιτάξουμε αυτή την ανέλιξη, αξίζει να δούμε ακόμα μια περικοπή για τη θρησκεία και τον Θεό:
‘Η προέλευση της θρησκείας βρίσκεται σε μια υπερβολική αίσθηση δύναμης (…) Η θρησκεία είναι ένα παράδειγμα μεταβολής προσωπικότητας. [Ο άνθρωπος] εμπειράται κάτι σαν δέος και τρόμο στον εαυτό του (…) Επίσης, όμως, μια αίσθηση ασυνήθιστης ευτυχίας και ανύψωσης. (…) Για τους αρρώστους αρκεί μια αναλαμπή ανάρρωσης για να τους κάνει να πιστέψουν πως ο Θεός υπάρχει, ο Θεός είναι κοντά!’
4. Ο Ζαρατούστρα κατεβαίνει από το βουνό του ανάμεσα στους ανθρώπους και κηρύττει τον Υπεράνθρωπο (Übermensch): είναι η ανάπτυξη ενός νέου τύπου ανθρώπου (ημίθεου, περίπου) που υποτάσσει τον παλαιό (=έτσι όπως είμαστε) και τον αντικαθιστά:
‘Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί…
Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; Περίγελος ή επώδυνη ντροπή. Έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος για τον υπεράνθρωπο…
Ακόμα και ο πιο σοφός ανάμεσά σας δεν είναι παρά ένας διχασμός εντός – ένα υβρίδιο φαντάσματος και φυτού…
Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί πάνω από μια άβυσσο: ένα επικίνδυνο πέρασμα, μια επικίνδυνη διαδρομή…
Το μεγαλείο του ανθρώπου είναι ότι αποτελεί μια γέφυρα, όχι τέλος (…), μια μετάβαση και μια δύση…’ (Πρόλογος στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.)
Βέβαια, ο υπεράνθρωπος του Νίτσε δεν έχει καμιά σχέση με τον Κλαρκ Κεντ των κόμικς και χολιγουντιανών ταινιών. Τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του φανταστικού υπερήρωα τις έχουν ζώα και πουλιά (ρώμη ο ελέφας, ταχύτητα το τσιτάχ, πτήση ο αετός).
Οι ιδιότητες του νέου τύπου είναι σοφία, ευθυκρισία, αγάπη, έλεος.