1. Σε αντίθεση με πολλούς/πολλές η κα Μ. Τοπάλη, την οποία πρωτογνώρισα στην Κυριακάτικη Καθημερινή (Τέχνες και Γράμματα) να δημοσιεύει κριτικές για την ποίηση και λογοτεχνία (γενικότερα, νομίζω), δήλωσε σε μια συνέντευξη (στην Χ. Μαλισσόβα: Θεσσαλία) “Η δουλειά της ποίησης δεν είναι η αλήθεια. Είναι, αντιθέτως, παραμυθία. Η παρηγοριά”.
Ας το δεχτούμε. Μα τι παρηγοριά βρίσκουμε στις γραμμές; –
Εμείς κοιτάξαμε ίσια μπροστά στον θολό καθρέφτη / χωρίς αιδώ/
πυροβολήσαμε την εγκυμονούσα λέξη / και τα εμβρυακά οράματα (2004).
Λέξεις ξυπόλυτες / πεινασμένες για λίγο ψωμί λίγο χάδι /
σέρνουν την πατούσα τους / στα πεζοδρόμια της ανάγκης / Στρείδια άλλες (2004). Μάλλον
Τα αποσπάσματα είναι από δυο άλλους, άσχετους με τη Μαρία Τοπάλη.
Αργότερα η Μαρία Τοπάλη λέει: “Η ποίηση είναι μια κάψουλα ιδιαίτερα δραστική, και μάλιστα βραδυφλεγής”. Αυτό ισχύει για την ωραία ποίηση που βραδυφλέγεται χιλιετίες ή αιώνες ή έστω λίγα χρόνια. Μα τα παραπάνω αποσπάσματα; Άραγε τα αποστηθίζει κανένας, έστω κι εκείνος που τα έγραψε; Θα ξαναδημοσιευθούν; Θα ξαναδιαβαστούν έστω και από άτομα του ποιητικού κύκλου;
2. Μα η Μ. Τοπάλη πρόσθεσε μετά: “Είναι προκλητικός και απολαυστικός ο συσχετισμός της γλώσσας με τον ρυθμό, τη μουσική… την εικόνα, την κίνηση του σώματος, τη φωνή: η ποίηση είναι μια υπόθεση αισθήσεων και παραισθήσεων”.
Εδώ παίρνω απόσπασμα από τα δικά της κείμενα.
Δουλειά μας είναι ο κοινός τόπος /… / Διασχίζουμε τον τόπο με τα πόδια, προσεχτικά, χωρίς ορμή, κάνοντας σλάλομ στις παλιές πατημασιές /
Κάποτε μερικές πατημασιές είναι ωραίες· τις διαλέγουμε. / Και λέμε, ναι. /
Βάζουμε μέσα τους το πόδι επιδεικτικά. /
Αναμφίβολα έχουμε πολυσήμαντο συμβολισμό. Αλλά είναι ποίηση με τους όρους της ίδιας της Μ. Τοπάλη; … Βρίσκουμε παρηγοριά; Είναι δραστική κάψουλα βραδυφλεγής; Δηλαδή έχουν τόση ομορφιά και σημασία οι γραμμές που θα μείνουν στη μνήμη μας ή θα τις ξαναδιαβάσουμε; Πού είναι ο ρυθμός που δίνει πρόκληση και απόλαυση; Πού η εικόνα (πατημασιές, ναι, αλλά στην υγρή άσφαλτο, στην άμμο, στο χιόνι); Και που οι παραισθήσεις;
3. Το απόσπασμα δεν συνάδει ούτε με μια άλλη γνώμη της για την ποίηση. “Η ποίηση από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν εκδήλωση εξατομίκευσης. Ακόμη κι όταν εκφράζει το συλλογικό, ο ποιητής γιορτάζει τον εαυτό του, με κάθε λέξη και κάθε παύση”.
Ναι υπάρχει εξατομίκευση ακόμα κι αν ο λόγος είναι πανανθρώπινος, οικουμενικός. Μπορεί στη φαντασία του ο “ποιητής” να γιορτάζει, και σίγουρα ο καλός ποιητής γιορτάζει, μα αυτοί οι μίζεροι γραφιάδες που πυροβολούν τις “εγκυμονούσες λέξεις” ή λένε να τις ταΐσουν, ή διαλέγουν ανάμεσα σε πατημασιές τις ωραίες, δεν μου μοιάζουν να γιορτάζουν καθόλου. Μάλλον μιζέρια και μαγκουφιά εκδηλώνουν.
Το μόνο που φαίνεται να κάνουν είναι να προσποιούνται πως είναι, και να προσπαθούν να περάσουν, για ποιητές – “χωρίς αιδώ”!
Είναι εικόνες που σε κάνουν να γιορτάσεις ατομικά ή συλλογικά, ή πρόκειται για ασυναρτησίες και ασημαντότητες;
Πώς ξεχωρίζει την ωραία πατημασιά από τη μη-ωραία και γιατί να θέλει να πατήσει την ωραία;
Πώς στην ευχή πυροβολεί εγκυμονούσες λέξεις και πώς πεινάνε οι λέξεις για λίγο λάδι και ψωμί;
4. Το απόσπασμα της Τοπάλη είναι από τη συλλογή της Λονδίνο και Άλλα Ποιήματα, (Νεφέλη 2006). Όσο για το ίδιο το Λονδίνο –
Ποια πόλη / ποια πόλη / κατάφερε μετά τη Χαλιμά /
Να είναι φόντο όσων συμβαίνουν στους ουρανούς /
Κι εδώ συμβολισμό ίσως ή αλληγορία. Μα ένα πειραχτήρι στον νου ψιθυρίζει πεισματικά: Ήταν η Χαλιμά φόντο για όσα συμβαίνουν στους ουρανούς; Είναι το Λονδίνο;… Ναι, αντανακλούν ίσως κι εκδηλώνουν ίσως κινήσεις και φαινόμενα που βρίσκονται σε κάποια αιτιακή κατάσταση σε άγνωστο ουρανό, μα σίγουρα δεν είναι φόντα για ουράνια συμβάντα (εκτός όπως όλα τα μέρη της Γης)!
Μα ξεκίνησα μετά που είδα άρθρο της Κας Μ. Βασιλείου στην Καθημερινή (19/5/19, Τέχνες και Γράμματα) για τη συλλογή Μαζί τ’ ακούγαμε. Είναι μια πολύ επιπόλαιη παρουσίαση με τα συνηθισμένα λιβανίσματα κι εγκώμια, ενώ πρόκειται για προσ-ποίηση για να μην πω κάτι πιο προσβλητικό.
Πάρε τη λέξη και δοκίμασε να περπατήσεις / … Η μάνα μου ταΐζει
πέντε λέξεις-γάτες / γιατί πιστεύει πως δεν έχουν ημερομηνία λήξης /… /
όμως εγώ φοβάμαι πιο πολύ / τις λέξεις που πεινάνε στη σιωπή.
Ναι, ωραία η ρίμα στο τέλος κι έξυπνη η αναλογία λέξη/γάτα, μιλώ/ταΐζω, θέλω – να εκφρασθώ/πεινώ. Μα δεν λέει τίποτα για την πραγματικότητα της μοναδικής μας ικανότητας για λαλιά και γλώσσα.
Η Μ. Τοπάλη εξαντλεί την ευφυΐα και γλωσσική της ικανότητα σε εξυπνακισμό:
“Οι λέξεις μου στην κρίση; Αυτό το ξέρει κι ο χαζός: δεν έχουνε πια στύση”!
Γιατί θέλουν να γράφουν ποίηση ενώ δεν έχουν να πουν κάτι πράγματι παρηγορητικό ή ζωοδόχο και δεν εννοούν να συνειδητοποιήσουν πως δεν ξέρουν από ποίηση;