1. Για το θέμα σκοτεινότητας ή στρυφνότητας έγραψα νωρίτερα πολλές φορές. Αυτή η ποιότητα, που εμφανίζεται σε διαφορετικές μορφές μα καταλήγοντας πάντα σε ακατανοησία, έγινε δόγμα για τους Γάλλους ποιητές στα μέσα του 19ου αιώνα, με αρχή τους Μπωντλαίρ και Βερλέν. Ο δεύτερος το διατύπωσε και σε στίχους:
Πιο ασαφές και πιο διαλυτό στoν αέρα, / δίχως τίποτε μέσα του βαρύ ή
σταθερό. // Πρέπει ακόμα, να μη διαλέγεις καθόλου / τις λέξεις σου χωρίς
κάποια ανακρίβεια:/ τίποτε πιο ακριβό από το μισομεθυσμένο τραγούδι.
Και από τους δύο λείπει η απλότητα και ειλικρίνεια: στη θέση τους βλέπουμε μια πόζα έπαρσης, προσποίησης και επιτηδευμένης πρωτοτυπίας, που έχει βασικό στοιχείο της αυτή τη στρυφνότητα.
Επαναλαμβάνω: άλλο η καθ’ όλα νόμιμη παραδοσιακή υπαινικτικότητα ή συμπαραδήλωση (“Σταλαματιά σταλαματιά στάζει όλο το μεδούλι της η θύελλα”) κι άλλο το ακατάληπτο ασυνάρτητο (“το στήθος του που σκύλος διαρρήκτης / γεννήθηκε”).
Αυτό το δόγμα έγινε σχολή στη Δύση παίρνοντας πνοή και δύναμη από την αυθεντία του Έλιοτ στην αγγλόφωνη επικράτεια και του Σεφέρη στη χώρα μας.
2. Αυτόματη, αυθόρμητη γραφή δεν υπήρξε ούτε μπορεί να υπάρξει. Αυτό το ομολόγησαν ακόμα και οι αρχιερείς του ακραίου σουρεαλισμού: πάντα γινόταν κάποια επεξεργασία από τον εποπτεύοντα νου.
Και αυτή ακριβώς η επεξεργασία αποκλείει την άμεση και αθώα ή απλή άντληση στοιχείων από το λεγόμενο “υποσυνείδητο” που υποτίθεται μας δίνει βαθιές αλήθειες – όπως ισχυρίζονται παντελώς αβάσιμα στιχοπλόκοι, κριτικοί και καθηγητές. Οπωσδήποτε και οι πιο παραδοσιακοί μεγάλοι ποιητές άντλησαν εικόνες και άλλα στοιχεία από τη μνήμη τους, όμως αυτά δεν ήταν εντελώς αρετουσάριστα ή ανεπεξέργαστα.
Όταν ο Ελύτης γράφει (Villa Natacha στα Ετεροθαλή 1974) –
Παράξενα μέσα στην ξένη γλώσσα: Phlox, Aster, Cytise / Eglantine, Pervenche,…
κ.λπ., πιστεύει κανείς λογικός άνθρωπος πως αυτές οι λέξεις αναδύθηκαν αθώα και απλά από το “υποσυνείδητο” για να μας δείξουν μια αληθινότερη άποψη της πραγματικότητας;
Πρόκειται για μια πόζα έπαρσης, προσποίησης – όπως και οι τελευταίες γραμμές του ίδιου: “Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του κακού και των πολέμων σαν αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των αποχρώσεων ο Matisse”. Την ίδια επιτηδευμένη γραφή βρίσκουμε στη μίμησή του τού Δημοτικού Τραγουδιού –
Βαπόρι στολισμένο / βγαίνει στα βουνά / κι αρχίζει τις μανούβρες
“εβίρα -μάινα”… / Την άγκυρα φουντάρει / στις κουκουναριές.
Έχουν τόσο αποχαυνωθεί οι του ποιητικού κύκλου που γίνονται έξαλλοι αν τους πεις πως αυτά είναι αρλούμπες.
3. Έχει γίνει βαθμιαία μια καινούρια θεώρηση περί Ποίησης που δεν χρειάζεται πια κανένας κανόνας, κανένα μέτρο: ο κάθε φαντασιόπληκτος νέος (ή νέα) γράφει ό,τι του κατέβει κι εφόσον δηλώνει “ποιητής” και πληρώνει για να δημοσιευτεί μια συλλογή από γραπτά, ο ποιητικός κύκλος τον καλοδέχεται καθώς ο ίδιος ο κύκλος διευρύνεται!
Μπορεί οι νέοι να υποκινούνται από ανοησία και ματαιοδοξία και να παρουσιάζουν σαχλαμάρες ως ποίηση. Αλλά το φταίξιμο βρίσκεται με τους καθηγητές κι όσους κάνουν τον κριτικό και δέχονται αυτή την απεριόριστη ελευθεριότητα με μόνο έναν κανόνα: οτιδήποτε δηλώνεται ως ποίηση, ακόμα και πρόζα, ας θεωρείται ποίηση!
Έτσι έχει εξελιχθεί “μια γλώσσα μέσα στην κοινή γλώσσα” που είναι η ποιητική, αλλά στην πραγματικότητα είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στην, ή σχεδόν ίδια με την, καθομιλουμένη, όπως παρακάτω –
Ήμουν δέκα χρόνων / όταν πέρασε ο κομήτης. / Μας είπαν πως περνάει /
κάθε 75 χρόνια / και πως πρέπει πάση θυσία / να τον δούμε / γιατί μπορεί
να μην έχουμε ξανά την ευκαιρία. / Είναι κι αυτός ένας κομψός τρόπος / …
Αλλά με αυτή την ίδια “γλώσσα μέσα στη γλώσσα”, όσο κοινή και καθομιλουμένη και να είναι, μπορεί κάποιος να γράψει “στίχο” –
Ένα μάτι ανασαίνει βιαστικά να παγώσει τον κόσμο.
Υπάρχουν όμως και πιο φιλόδοξα σκαριφήματα:
Το κουπί έφτασε πρώτο στο βωμό / σήκωσε την ασπίδα / ο κωπηλάτης
ποδηλατεί / με την ώθηση της γραφής των σκύλων, / καμία
κόλαση δεν είναι αρκετή για τα δαμάσκηνα /…
Υπάρχουν κι άλλες διατυπώσεις –
Αν επισφαλής / κι ασβός / κι υπάλληλος // Αν το άσπρο σύννεφο /
Και η επίδοξη σκηνή / Των φαντασιώσεων/ Στο ποτάμι / …
4. Έτσι φθάσαμε από την “αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου” (δηλαδή το ότι π.χ. η λέξη “αέρας” δεν σχετίζεται με το αντικείμενο που καταδείχνει παρά μόνο συμβατικά) στον “αφασικό λόγο” όπου η συμπαραδήλωση γίνεται με την κατάλυση κάθε (συμβατικής έστω) σύνδεσης ανάμεσα στη λέξη και το αντικείμενο.
Είναι η φοβερή ασάφεια, η σκοτεινότητα, η άλογη κυριολεξία, η ασυναρτησία.
Συχνά οι τίτλοι συλλογών είναι ενδεικτικοί: Λεπρές Ισορροπίες, Κρεολή Σελήνη, Γαλάζιο Βαθύ σαν Αντίο, Η Άστεγη Μέρα, Η Αλγεινή Θρέψη του Λύκου, Ενηλικίωση της Ουτοπίας, Μονοκλωνικά Αντισώματα κ.λπ., κ.λπ.
Βρίσκουμε και φράσεις εξίσου α-νόητες: του τσαγιού το φόρεμα, φωσφορική απουσία, χλιμίντρισμα κηροπηγίων, βιολετιά φωνή, χείλια ανοίγουν φύλλο το φύλλο, τετράφυλλο δάκρυ, φως προσποιημένο, ουρανός εφηβικός, ψάρια με ακλάδευτα πτερύγια, ρομφαίες που αποκεφάλισαν τον χρόνο, χρώμα του κενού, νύχτες λεπρές, ο ύπνος τους πυροβόλησε, κροτίδα του χρόνου, κ.λπ., κ.λπ.
Η μουσική μας δίνει ήχους και μελωδίες που εγείρουν μέσα μας συγκινήσεις και υποκειμενικά νοήματα. Δεν έχει λόγια που μεταδίνουν νοήματα.
Η ποίηση είναι λόγια που μεταδίνουν νοήματα. Αν λείπει το έλλογο νόημα, μπορεί να έχουμε αινίγματα μα δεν έχουμε ποίηση.