Π47: Αρ. Βαλαωρίτης: ο τελευταίος επτανησιώτης

Π47: Αρ. Βαλαωρίτης: ο τελευταίος επτανησιώτης

- in Ποίηση
0

1. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και πριν τον Παλαμά, πολλοί έγραψαν μικρά και μακροσκελή, λυρικά και σατιρικά ποιήματα – οι Μανούσος, Πανάς, Άβλιχος, Μαρτζώκης και άλλοι. Ξεχωρίζει ο Βαλαωρίτης (Λευκαδίτης) που κατόρθωσε να συμμαζέψει τη μεγαληγορία και τις ρομαντικές υπερβολής των πρώιμων γραπτών του και να δώσει έναν διαφορετικό, πιο σοβαρό τόνο στα έργα του.

Πριν εξετάσουμε τη στιχουργία του Βαλαωρίτη, ας κοιτάξουμε γοργά τη σάτιρα του Πανά στο “Ποιητική Συνταγή”.
Πάρε δυο σύγνεφα, μια λίτρ’ αγέρα· / δροσιάς δυο γράνα και μια φλογέρα·
τρεις τόνους Πίνδο, τέσσαρους χιόνι· / μια λίτρ’ ανάσαση και ενα αηδόνι…

και συνεχίζει με τα συστατικά της τοτινής ποίησης γύρω στο 1870 σατυρίζοντας τους σύγχρονούς του ποιητές και τον Βαλαωρίτη.

Ο Α. Λασκαράτος επίσης έγραψε όμοια σάτιρα (“Γραφή Αποκριτική”) και μερικοί άλλοι (Σούτσος, κλπ) αλλά δεν αξίζει να ασχοληθούμε.

2. Άλλοι σύγχρονοι είναι ο Α. Μανούσος και ο Α. Μαρτζώκης. Ούτε αυτοί έχουν να επιδείξουν κάτι αξιόλογο έξω από το ρομαντικό κλίμα της εποχής.

Αντιπροσωπευτική του Μανούσου είναι μια στροφή από το “Ένα σου δάκρυ”:

Αν ιδής άνθη, χόρτο ή λουλουδάκι / γλυκά να σε θωρεί και να χλωμιάζει

ή
ψηλό δέντρο, ή φουντωτό κλαράκι / τσ’ αγκάλες σου μεμιάς ν’ ανθοσκεπάζει!

Είναι μια συνηθέστατη υπερβολή, όπου είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς το χόρτο ή το κλαράκι θα ανθοσκεπάσει την αγαπημένη του. Έχει όμως και μερικούς αξιοπερίεργους στίχους και στροφές με σχεδόν σουρεαλιστικά γνωρίσματα, όπως στο “Θάνατος της τυφλής” όπου ένα βουνό δακρύζει “ως τον πάτο”!
Σιμά με τσ’ ίσκιους τ’ ακλουθούνε ομάδι [τ’ = το = το σούρουπο}
τα ονείρατα, σαν κτίρια χαλασμένα,
και του ληστή το ποθητό σκοτάδι.

Ο Μαρτζώκης γράφει στο ίδιο ύφος για όμοια θέματα (“Ρεζεντά”, δηλαδή το λουλούδι):
Στρεφόμουν μα δεν έβλεπα / τα μαγικά της κάλλη·
τη ζήτησα στα σύγνεφα / στους κάμπους, στ’ ακρογιάλι…

Συνηθισμένες εικόνες και συγκινήσεις της εποχής.

3. Ο Βαλαωρίτης την ίδια περίπου περίοδο συνθέτει περίπου με το ίδιο ύφος. Έχει κι αυτός τα κοινότυπα και τετριμμένα της εποχής αλλά ακόμα και στα πρώιμά του ποιήματα δείχνει να επιχειρεί καλοφτιαγμένους στίχους με ΑΑ (“Νεκρική Ωδή”):
Μην επέρασεν εκείθεν ο Βοριάς ο παγωμένος
και σαν είδε τέτοιο ρόδο ο σκληρός ερωτεμένος
άρπαξε τη μυρωδιά του / και την πήρε στα φτερά του.

Δεν έχουν αξιώσεις αυτές οι γραμμές (και ο ρυθμός) αλλά ο παγωμένος βοριάς προσωποποιείται σε σκληρό ερωτευμένο με φτερά που αρπάζει το άρωμα του ρόδου: πουθενά δεν χάνεται η ΑΑ. Κι ο Βαλαωρίτης αργότερα διαπρέπει στον δεκαπεντασύλλαβο στα τελευταία μακροσκελή έργα του Κυρά Φροσύνη, Αθανάσιος Διάκος και το ημιτελές Φωτεινός. Παίρνω ένα δείγμα από το τρίτο άσμα, Αθανάσιος Διάκος:
Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρά του ζευγολάτη,
και κάπου, κάπου ανάμεσα ξεπρόβαιν’ ένα στάχυ
και έγερν’ εδώ, κι έγερν’ εκεί το τρυφερό κεφάλι
ωσάν να παραμόνευε να ιδή κι αυτό το Διάκο.

Είναι άνοιξη, τα στάχια είναι πράσινα (= τρυφερό κεφάλι) και ένα ή άλλο κουνιέται στον αέρα κι έτσι μοιάζει να παραμονεύει να δει τον ήρωα. Δεν είναι τόσο πετυχημένες οι ακόλουθες γραμμές από το Φωτεινός:
Έμεν’ ο γέροντας βουβός. Το φλογερό του μάτι
έγινε μόνο της ψυχής απόκρυφο παλάτι
κι εκείθε αστράφτει όλ’ η φωτιά που καίει τα σωθικά του.

Ένα επίθετο που σίγουρα δεν ταιριάζει στο μάτι είναι απόκρυφο αφού το μάτι είναι ολοφάνερο. Ούτε το παλάτι αποδίδει τη σχέση του ματιού με την ψυχή, της οποίας η ενέργεια, κατάσταση, πάθος ή ό,τι άλλο, απλώς εκδηλώνεται και προβάλλεται μέσα από τα μάτια. Ήθελε μάλλον να πει πως στο μάτι αντανακλάται και φανερώνεται μια απόκρυφη (= βαθύτερη, όχι άμεσα αντιληπτή) ενέργεια / κατάσταση της ψυχής.

Γενικά όμως ο Βαλαωρίτης όπως και ο Μαρκοράς, γράφουν με συνέπεια καλή ποίηση στα πλαίσια της παράδοσης της εποχής τους.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *