Κώστας Καλλίτσης
Τελικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει να παραταθεί η αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας για το δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ) και το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) για έναν ακόμη χρόνο, το 2023. Αυτό ήταν αναμενόμενο. Αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο από τους κυβερνώντες, είναι ότι αυτή η παράταση δεν θα είναι γενική, καθολική, για όλες τις χώρες και άνευ όρων: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να εισηγηθεί στο Eurogroup να καθιερώσει αυστηρή παρακολούθηση των δαπανών που θα κάνουν οι υπερχρεωμένες χώρες. Οπερ σημαίνει, η χαλάρωση θα ισχύσει για τις χώρες που έχουν λεφτά να δαπανήσουν, που έχουν περιθώρια να χαλαρώσουν. Όχι για την Ελλάδα.
Η εξαίρεση δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει. Η χώρα μας, λόγω του υπέρογκου χρέους της, οφείλει να επιτύχει δημοσιονομικά πλεονάσματα προκειμένου να ανακτήσει επενδυτική βαθμίδα στην πιστοληπτική ικανότητά της και να πάψουν τα ομόλογά της να κατατάσσονται στην κατηγορία «σκουπίδια». Ακόμα κι αν μας παρότρυναν (λέμε τώρα…) να χαλαρώσουμε, δεν έχουμε τα περιθώρια και δεν θα έπρεπε να το κάνουμε. Γιατί εκτός από την Κομισιόν, υπάρχουν και οι αγορές: Μας παρατηρούν, μας αξιολογούν και μας τιμολογούν όταν τους ζητάμε δάνεια. Και την τελευταία φορά που τους ζητήσαμε, η αντίδρασή τους δεν ήταν καλή – ψιλοφάγαμε τα μούτρα μας. Πράξη σύνεσης, να μη χαλαρώσουμε.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η Κομισιόν δεν νιώθει ήσυχη να επαφεθεί στη σύνεση του πολιτικού μας συστήματος. Ο πελατειακός τρόπος με τον οποίο ξοδεύτηκαν 43 δισ. ευρώ του Ελληνα φορολογούμενου στη διετία της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες πρακτικές των οριζοντίων ενισχύσεων και, μετά από όλα αυτά, οι φόβοι για τις ορέξεις που μπορεί να ανοίξουν στην πορεία προς τις εκλογές, κρίθηκε ότι υποδεικνύουν την ανάγκη να ληφθούν προληπτικά-αποτρεπτικά μέτρα: Κατ’ ουσίαν, η ενισχυμένη εποπτεία που τυπικά λήγει (όπως είχε συμφωνηθεί το 2019) τον Αύγουστο, θα συνεχιστεί μέχρι τα τέλη 2023. Εως τότε, η λήψη μόνιμων μέτρων που έχουν δημοσιονομικό κόστος (μειώσεις φόρων, εισφορών κ.λπ.) θα τελεί υπό την έγκριση των ευρωπαϊκών θεσμών.
Δυστυχώς, η πελατειακή διαχείριση 2020-21 δεν είναι χωρίς συνέπειες, κι όχι μόνο για την εικόνα της χώρας στις Βρυξέλλες. Δείτε το σχέδιο για τα λεγόμενα κίνητρα για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων.
Μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη της οικονομίας και της μισθωτής εργασίας στη χώρα μας είναι το τεράστιο αρχιπέλαγος πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι περισσότερες των οποίων λάθρα επιβιώνουν – και χωρίς μέλλον. Σε αυτήν την κατάσταση πρέπει να αναζητηθούν και οι αιτίες της εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας. Η τεχνολογική καινοτομία και η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας προϋποθέτουν μεγάλες, ισχυρές επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, έχουμε μόνο 400 που συγκαταλέγονται στις μεγάλες, χρειαζόμαστε περισσότερες και ισχυρότερες. Ολοι, σχεδόν, συμφωνούν να δοθούν κίνητρα για να το πετύχουμε. Αλλά επειδή η διαχείριση 2020-21 εξάντλησε τα δημοσιονομικά περιθώρια και (ειδικά μετά την εμπειρία της τελευταίας εξόδου στις αγορές…) κυριαρχεί ο φόβος για τα ελλείμματα, το σχετικό νομοσχέδιο περιέχει υποτυπώδη, πολύ περιορισμένα κίνητρα – που πιθανότατα απευθύνονται στην πολύ μικρή, μη βιώσιμη επιχείρηση, ώστε με άλλη επίσης πολύ μικρή μη βιώσιμη επιχείρηση, να κάνουν μια νέα πολύ μικρή μη βιώσιμη επιχείρηση. Πελατειακά, αυτό έχει κάποια λογική – ειδικά σε προεκλογικό χρόνο. Οικονομικά, αν στόχος είναι η δημιουργία βιώσιμων και ισχυρών επιχειρήσεων, δεν έχει καμία.
Λες, πετάμε λεφτά, επειδή δεν έχουμε λεφτά, γιατί τα πετάξαμε με το τσουβάλι πέρυσι και πρόπερσι. Δεν φταίνε οι Βρυξέλλες γι’ αυτό.
Πηγή: Καθημερινή