Βασίλης Νέδος
Πέρα από την παραδοσιακή θλίψη την οποία προκαλεί η εικόνα του πρωθυπουργού κάθε φορά που προσπαθεί να πείσει κάποιον ξένο ηγέτη ή Ευρωπαίο αξιωματούχο για την ανάγκη να γίνει «πολιτική διαπραγμάτευση», διότι –ως είθισται– η ελληνική πλευρά αδυνατεί να υπερβεί τα ψυχολογικά της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η χθεσινή εικόνα του Αλέξη Τσίπρα να απευθύνεται στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ φέρνει στο μυαλό το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας από τη μνημονιακή D-Day, περίπου πριν από επτά χρόνια. Η Ελλάδα δεν αφέθηκε να χρεοκοπήσει μέσα στην Ευρωζώνη, κυρίως διότι αποτελούσε έναν κίνδυνο για τις υπόλοιπες χώρες. Κλήθηκε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα –ομολογουμένως– ακραία φιλόδοξο και μονομερές ως προς την κλίση του προς τη λιτότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, βεβαίως, εκτινάξει το κόστος του λογαριασμού που πληρώνουν οι Ελληνες φορολογούμενοι και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα τα τελευταία δύο χρόνια διακυβέρνησής του, ακολουθώντας μια παράδοξη τακτική. Από τη μια υπόσχεται και παραχωρεί τα πάντα στους δανειστές –πίσω από τη σκιά μιας υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης– και από την άλλη, σαν το πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. της μεταπολίτευσης, προσπαθεί να διατηρήσει ανέπαφες τις δαπάνες του κράτους. Περικόπτει μόνον όσες θα μπορούσαν να είναι λειτουργικά χρήσιμες ενώ προσπαθεί να διατηρήσει ανέπαφη τη δαπάνη για τη μισθοδοσία. Προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία κάνοντας όσες προσλήψεις μπορεί να γίνουν ακόμη στο Δημόσιο και στραγγαλίζει τον ιδιωτικό τομέα πνίγοντάς τον στους φόρους και αυξάνει τις ανεξόφλητες οφειλές προς ιδιώτες.
Παρά την κακής αισθητικής σκηνοθεσία, στην πραγματικότητα η σημερινή κυβέρνηση δεν διαφοροποιείται ακραία από τις δύο προηγούμενες ως προς μια κρίσιμη παράμετρο: και αυτή διαφυλάσσει ως κόρην οφθαλμού τον παράγοντα της κρίσης: το Δημόσιο. Ή, μάλλον, τα πιο αντιπαραγωγικά κομμάτια του Δημοσίου. Από τον Μάιο του 2010 οι διαδοχικές κυβερνήσεις είχαν την ευκαιρία να διαπραγματευθούν κάτι καλύτερο για τον «σκληρό» πυρήνα του κράτους και τις κατ’ εξοχήν κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχει, δηλαδή την παιδεία, την υγεία και την ασφάλεια. Διά της διολισθήσεως, προνόμια διασώθηκαν, «ιερές» δαπάνες παρέμειναν ανέπαφες, ενώ μισθοί και συντάξεις πετσοκόβονταν. Ο ιδιωτικός τομέας θυσιάστηκε αμελλητί και επιτράπηκε η επιβίωση ενός παρηκμασμένου κράτους το οποίο μόλις και μετά βίας επιτελεί τις βασικές λειτουργίες του. Επειτα από επτά χρόνια σωρευτικής κρίσης και το μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ, ορισμένα σημεία του ελληνικού ζητήματος έχουν αποκτήσει τρία επιπλέον χαρακτηριστικά που το καθιστούν σχεδόν μη διαχειρίσιμο. Πρώτον, το ασφαλιστικό. Με 23%-25% ανεργία και κρατική χρηματοδότηση κάθε χρόνο ποσοστού 10% του ΑΕΠ για τις συντάξεις και μόνο, γίνεται σαφές ότι η «βαλίτσα» δεν πάει μακριά. Δεύτερον και αλληλένδετο προς το πρώτο, είναι το δημογραφικό. Περισσότεροι από 400.000 Ελληνες σε παραγωγική ηλικία έχουν φύγει από τη χώρα. Και όσοι έχουν απομείνει ευελπιστούν ότι μπορεί να φύγουν και εκείνοι. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η οιονεί διάλυση στρατηγικής σημασίας περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η ΔΕΗ, η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της οποίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια, αλλά και για τη διατήρηση ενός επιπέδου ζωής κοντά σε εκείνο του πρώτου κόσμου.
Με τεχνητές αναπνοές, χυδαία ψεύδη και μαντζούνια, το πολιτικό σύστημα της χώρας και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος οικοδομήθηκε έχοντας ως βάση έναν οχετό πολιτικής λάσπης, διατήρησαν ζωντανό τον μύθο της Ελλάδας που «επιστρέφει». Δυστυχώς για όλους μας, ο λογαριασμός θα είναι ακριβός.
Πηγή: Καθημερινή