του Τάσου Μαντικίδη
Στις αρχές του 21ου αιώνα το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν σχεδόν ίσο με το ΑΕΠ όλων των βαλκανικών χωρών και λίγο μικρότερο της Τουρκίας.
Σήμερα η Ρουμανία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής, η τουρκική οικονομία είναι σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη της ελληνικής, ενώ την ώρα που η περιοχή αναπτύσσεται με ρυθμό 3%-5% ετησίως η Ελλάδα αναμένεται να κλείσει το 2016 με ύφεση 1% περίπου.
Σωρευτικά εξάλλου η χώρα απώλεσε το 27% του ΑΕΠ της τα τελευταία οκτώ χρόνια, την ώρα που ακόμη και κατά τη Μεγάλη Υφεση του 1929 στις ΗΠΑ η οικονομία το ίδιο διάστημα είχε καταφέρει να υπερκεράσει τις απώλειες αφού «γύρισε» στην ανάπτυξη ύστερα από μόλις μία τετραετία.
Ως παράπλευρη απώλεια η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας είχε ως συνέπεια την κατάρρευση και του σήματος «Ελλάδα ΑΕ», με τους αναλυτές να εκτιμούν πως θα χρειαστεί πάνω από μία δεκαετία για να πετύχει το rebranding (επαναδημιουργία εμπορικού σήματος), καθώς απαιτείται ένα νέο, με πιο ισχυρές βάσεις αναπτυξιακό πρότυπο και 100 δισ. ευρώ – ξένες κυρίως άμεσες επενδύσεις – τα επόμενα επτά χρόνια ώστε να επιτευχθεί διατηρήσιμη ανάπτυξη και να χτιστεί το νέο «εμπορικό σήμα» της χώρας.
Η Ελλάδα πάντως παραδοσιακά διέθετε πολύ ισχυρό brand, το οποίο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα άυλα περιουσιακά στοιχεία μιας χώρας.
Η κάτω βόλτα
Π.χ., το 2007 το «εμπορικό σήμα» της Ελλάδας κατελάμβανε τη 9η θέση ως παγκόσμιο brand χώρας, ενώ στη συνέχεια λόγω της ελληνικής τραγωδίας πήρε την κάτω βόλτα καθώς το 2010 υποχώρησε στην 22η θέση και το 2012 στην 39η θέση και τελικά βρέθηκε στο ναδίρ.
Αν εισέλθει κάποιος σήμερα στη μηχανή αναζήτησης της Google στο Ιnternet για να διαπιστώσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τον Παρθενώνα, γράφοντας τη λέξη «Parthenon» – το σύμβολο της αρχαίας Ελλάδας και του δυτικού κόσμου – λαμβάνει περίπου 8.410.000 αποτελέσματα και η «Santorini» 34.400.000. Αν όμως αναζητήσει κανείς την καταγραφή ενδιαφέροντος για την ελληνική κρίση, με την εισαγωγή της φράσης «Greece crisis», τότε τα αποτελέσματα θα είναι πολλαπλάσια φτάνοντας περίπου τα 92.800.000.
Το 2005, ωστόσο, με τη χώρα να έχει μόλις διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, το «εμπορικό σήμα» της Ελλάδας βρέθηκε στον κατάλογο με τις 10 ισχυρότερες χώρες-μάρκες της έρευνας Country Brand Index της FutureBrand καταλαμβάνοντας την 6η θέση.
Η θέση της χώρας μάλιστα στα Βαλκάνια ενισχύθηκε και από την οικονομική διπλωματία, καθώς τότε 8.000-10.000 ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις δραστηριοποιούνταν στην περιοχή, ενώ οι άμεσες ελληνικές επενδύσεις υπολογίζονταν σε περίπου 13 δισ. ευρώ.
Ενας σκληρός πυρήνας εισηγμένων επιχειρήσεων, με πρωτοπόρο τον τραπεζικό κλάδο, που είχαν αντλήσει από το 1998 περισσότερα από 40 δισ. ευρώ από το Χρηματιστήριο Αθηνών άρχισε μάλιστα να διεθνοποιείται αποκτώντας την κρίσιμη μάζα και για τοποθετήσεις ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στις μετοχές τους.
Διεθνές ενδιαφέρον
Οι «300 του Λονδίνου» της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών της βρετανικής πρωτεύουσας, όλοι τους ελληνικής και κυπριακής καταγωγής στελέχη μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του διεθνούς ενδιαφέροντος για την ελληνική οικονομία και τους ελληνικούς τίτλους.
Η Ελλάδα εθεωρείτο εξάλλου τοπ επενδυτική επιλογή για τα Βαλκάνια λόγω της στρατηγικής της θέσης, της συμμετοχής της στο ευρώ, της πολιτικής σταθερότητας και της γειτνίασής της με αναδυόμενες οικονομίες στις οποίες υπάρχει μεγάλη παρουσία του ελληνικού επιχειρηματικού στοιχείου, κάτι που διεύρυνε το «βαλκανικό όνειρο» των ελληνικών εταιρειών για την περιοχή.
Οταν μάλιστα η Ελλάδα κατέρρευσε, ορισμένοι αναλυτές εξαιτίας του «ανοίγματος» των ελληνικών εταιρειών και τραπεζών στην περιοχή έκαναν λόγο και για την «κρίση του ούζου» που απειλεί τα Βαλκάνια, κατά τα πρότυπα της «κρίσης της τεκίλας», η οποία έπληξε αρχικώς το Μεξικό και επεκτάθηκε στη Λατινική Αμερική πριν από 20 χρόνια. Οταν εξάλλου τέθηκε τον περασμένο Ιούλιο θέμα «Grexit», τότε στο αρνητικό σενάριο πέρα από τη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης θα γινόταν και σύνοδος κορυφής της ΕΕ, η οποία τότε αποφεύχθηκε.
Μεγάλη προσπάθεια
Τα πράγματα δείχνουν λοιπόν ότι χωρίς ανάπτυξη η χώρα οδεύει προς οικονομική κατάρρευση και γι’ αυτό, σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, απαιτείται εθνική προσπάθεια επικών διαστάσεων για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Συγκρίνεται, μάλιστα, τηρουμένων των αναλογιών, με την προσπάθεια που έγινε στην Αμερική μετά το κραχ του 1929 και ως τα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τότε τριπλασιάστηκε η δημόσια δαπάνη (κατανάλωση και επενδύσεις) ως ποσοστό του ΑΕΠ και η ανεργία έπεσε από 23,6% το 1932 στα χαμηλά, προ κρίσης, επίπεδα του 5%. Στην Ελλάδα, όμως, που βρίσκεται εκτός αγορών, δεν ασκεί νομισματική πολιτική και δεν έχει δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες της, απαιτείται η μαζική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ