Στο βιβλίο του Μάικλ Ιγκνάτιεφ «Fire and Ashes», ο Καναδός πρώην πολιτικός περιγράφει το επάγγελμα ως εξής:
«Η δουλειά του πολιτικού είναι να εντοπίζει αυτά που είναι κοινά ανάμεσά μας και μετά να εντάσσει αυτή την κοινή μας ζωή στον χαρακτήρα των θεσμών της».
Ο Ιγκνάτιεφ, ένας έξυπνος άνθρωπος, καθηγητής του Χάρβαρντ και, από όσο πρόλαβα να διαπιστώσω πέρυσι, συμπαθέστατος κύριος, ήταν ένας πολύ κακός πολιτικός. Κατάφερε να βρεθεί αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων το 2008 και στις εθνικές εκλογές του 2011 να χάσει όχι μόνο την πρωθυπουργία, αλλά και την έδρα του στο Κοινοβούλιο. Δεν υλοποίησε καμία ουσιαστική πολιτική, στήριξε την κυβέρνηση στη λάθος στιγμή, δεν την έριξε όταν έπρεπε και δεν απάντησε αποτελεσματικά στις επιθέσεις των αντιπάλων του.
Κι αυτή είναι μια καλή αφορμή να μιλήσουμε για τους δικούς μας πολιτικούς αρχηγούς. Δεν ξέρω αν είναι καλοί άνθρωποι, και πιθανότατα κανείς τους δεν είναι χαζός. Αλλά είμαι πλέον πεπεισμένος ότι σχεδόν όλοι είναι κακοί πολιτικοί.
Πώς μετράς όμως αν είναι κάποιος «καλός»; Η περιγραφή του Ιγκνάτιεφ είναι ένα μέτρο, η ρήση του Μαξ Βέμπερ περί «ηγετών και ηρώων, με τη νηφάλια έννοια του όρου» είναι ένα άλλο, αλλά υποθέτω πως το κριτήριο πρέπει να βρίσκεται κυρίως στο κέντρο ενός διαγράμματος Venn που αναπαριστά τρεις κύκλους: το συμφέρον του ίδιου του πολιτικού, το συμφέρον του κόμματός του και το συμφέρον της χώρας.
Αναπόφευκτα κάθε τέτοια κρίση έχει έναν βαθμό υποκειμενικότητας. Μα αν βάλουμε κάτω τα πεπραγμένα τριών πιο προβεβλημένων Ελλήνων αρχηγών, ας πούμε, βλέπουμε μόνο καριέρες γεμάτες με λάθη, γκάφες και τερατώδη εγώ.
Ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας κακός πολιτικός ακόμα κι αν προσπεράσουμε το Μακεδονικό, τους διορισμούς συντοπιτών, τις επιλογές ακροδεξιών συμβούλων, την εμμονή σε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, την ελλιπέστατη παρουσία στο Κοινοβούλιο, και απλά πάμε στη θητεία του ως αρχηγού της Ν.Δ. Το 2011, ας πούμε, καθώς η χώρα βούλιαζε στο χάος, ο Σαμαράς είχε την ευκαιρία να συμφωνήσει σε μια συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. με 250 βουλευτές, που θα υλοποιούσε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Αρνήθηκε και συνέχισε να αντιπολιτεύεται με αντιμνημονιακό σθένος. Το 2012 ελάττωσε την εκλογική δύναμη της Ν.Δ. στο μισό. Το 2014 τι έχουμε; Συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. που προσπαθεί να υλοποιήσει τις ίδιες μεταρρυθμίσεις, αλλά ευνουχισμένη και ασθμαίνουσα, με μόνο 152 βουλευτές, έτοιμη με το παραμικρό να πέσει. Αλλά έχει τον Αντώνη Σαμαρά για πρωθυπουργό. Ενας πολιτικός που βάζει το προσωπικό του συμφέρον τόσο εμφατικά μπροστά από της χώρας και των πολιτών, ακόμα κι αν κατορθώνει (τσάτρα πάτρα) τελικά να το εξυπηρετήσει (το προσωπικό του συμφέρον), είναι ένας κακός πολιτικός.
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχει να παρουσιάσει μια σειρά από επιλογές οι οποίες σε κάποια άλλη χώρα πιθανότατα θα τον είχαν θέσει εκτός πολιτικής πολλά χρόνια πριν. Η συμπεριφορά του στο θέμα των ταυτοτήτων, στην αναθεώρηση του άρθρου 16, ο ρόλος του στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, στη νομοθετική αποτύπωση της διαπλοκής των ΜΜΕ με το κράτος, στη διαγραφή των χρεών των ΠΑΕ, στο σκάνδαλο Proton, στο προβληματικό Σύνταγμα του 2001, στην ιστορία της λίστας Λαγκάρντ, οι παλινωδίες στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, οι πρόσφατοι εκβιασμοί περί αποχώρησης από την κυβέρνηση, είναι όλα σταθμοί μιας πολιτικής καριέρας που μοιάζει τοξική για το κόμμα, τη χώρα και το πολίτευμα το ίδιο.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ελαφρυντικά επειδή διευθύνει ένα κόμμα με πολύ μικρότερη οργάνωση, το οποίο καλείται να διαχειριστεί μια απότομη διόγκωση. Σ’ αυτή την προσπάθεια όμως, κατορθώνει να κάνει σχεδόν τα πάντα λανθασμένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων συνιστωσών, με το κάθε στέλεχος να έχει δικιά του αντίληψη για την οικονομική πολιτική και όλο το θάρρος να την εκφράσει. Η στροφή του κόμματος προς τον ακραίο λαϊκισμό που υπόσχεται τα πάντα, μια ευθεία επιλογή του Τσίπρα, είναι εύκολη μα πολύ επικίνδυνη. Είναι μια πολιτική δοκιμασμένη, που όταν αποτυγχάνει, καταδικάζει το κόμμα (δεκάδες παραδείγματα υπάρχουν) κι όταν πετυχαίνει, οδηγεί τη χώρα στην πτώχευση (ΠΑΣΟΚ). Τα κακά αγγλικά και οι σοβαρές ελλείψεις σε γνώσεις Ιστορίας, ελληνικής νομοθεσίας και διεθνών σχέσεων του ίδιου παραμένουν βαρίδια με συνέπειες μέχρι τώρα μόνο ανεκδοτολογικές. Και το πρόσφατο φιάσκο με τις επιλογές των ψηφοδελτίων «http://www.kathimerini.gr/764125/opinion/epikairothta/politikh/o-syriza-mallon-prospa8ei-na-xasei» δείχνει ότι, δύο χρόνια μετά, η αξιωματική αντιπολίτευση εξακολουθεί να μην έχει επαρκή στελέχη ή οργάνωση για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως αντιπολίτευση – πόσο μάλλον ως κυβέρνηση.
Αν δεχθεί κάποιος τα παραπάνω και τα πολλά περισσότερα που δεν χωράνε εδώ ως τεκμήρια ανικανότητας, θα αναρωτηθεί: Πώς φτάνουν αυτοί οι άνθρωποι να είναι αρχηγοί κομμάτων, να διαφεντεύουν τύχες, να διαμορφώνουν το μέλλον της χώρας;
Η απάντηση είναι απλούστατη: Είμαστε πάρα πολύ κακοί ψηφοφόροι.
Πηγή: Καθημερινή