του Χρήστου Χωμενίδη
Οι εκλογές δύο Κυριακών, οι εκλογές σε δύο φάσεις, προσφέρουν στον πολίτη την ευκαιρία να καταλάβει τι σημαίνει οπορτουνισμός. Οπορτουνισμός των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, των κομματικών μηχανισμών, των πολιτικών αρχηγών. Οπορτουνισμός δηλαδή καιροσκοπισμός, εγκατάλειψη ή έστω «προσαρμογή» ιδεών και θέσεων προς το συμφέρον της στιγμής. Προκειμένου να πλασσαριστείς καλύτερα στον δεύτερο γύρο. Ώστε να προσελκύσεις τις ψήφους, οι οποίες σού είναι απαραίτητες στον τελικό. Με την αντίληψη ότι οι ψήφοι -όπως και το χρήμα- δεν έχουν μυρωδιά.
Μιλάω, όπως καταλαβαίνετε, για το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.
Το πρόβλημα, κατά την άποψή μου, δεν έγκειται τόσο στη διαπίστωση πως το 16% που ψήφισε στην Αθήνα Κασιδιάρη δεν συγκροτείται από συνειδητοποιημένους, πωρωμένους νεοναζί. Ούτε στα λόγια του Γαβριήλ Σακελλαρίδη ότι πολλοί έριξαν στην κάλπη Χρυσή Αυγή εμφορούμενοι από οργή και αγανάκτηση.
Τα παραπάνω είναι ηλίου φαεινότερα. Όπως αυτονόητο είναι ότι η Γερμανία δεν παρήγαγε στις αρχές του 20ου αιώνα μια γενιά δολοφόνων, η οποία μόλις ήρθε στα πράγματα κατασκεύασε φούρνους ανθρώπων και προήλασε στο ανατολικό μέτωπο σφαγιάζοντας εκατομμύρια «εκφυλισμένων» Σλάβων, που από τη φύση ήταν φτιαγμένοι για να υπηρετούν την «Άρια Φυλή».
Προφανώς οι περισσότεροι από όσους εγκλημάτησαν υπό την σκέπη του αγκυλωτού σταυρού, κραυγάζοντας «Χάιλ Χίτλερ», ήταν συνηθισμένοι τύποι: Καλοί γιοί, σύζυγοι, πατεράδες, με μέτρια πάθη και με συμπαθητικά μεράκια: Χόρευαν Στράους στην πλατεία του χωριού τους, έπιναν καμιά μπύρα παραπάνω στην ταβέρνα της γειτονιάς για να ξεπλύνουν τη γεύση του λουκάνικου. Μα οι συνθήκες -οι καταραμένες συνθήκες!- τους μεταμόρφωσαν, ανεπαισθήτως σχεδόν, σε τέρατα. (Τα έχει γράψει αξεπέραστα η Χάνα ΄Αρεντ στην «Κοινοτοπία του Κακού».) Προφανώς οι κάτοικοι των Σεπολίων και του Κολωνού θα εξακολουθούσαν στο διηνεκές να ψηφίζουν ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας της Μεταπολίτευσης, να αλοιθωρίζουν καμιά φορά και προς τα αριστερά. Κατά τα άλλα, θα απολάμβαναν την σχετική ευμάρεια τους. Θα έβλεπαν τηλεόραση από ολοένα και μεγαλύτερες οθόνες «πλάσμα», θα αγόραζαν όλο και πιο προχωρημένα κινητά, θα έπλεναν το Σάββατο το πρωί τα αυτοκίνητά τους και το Σάββατο βράδυ θα συνωθούνταν στα μπουζούκια.
Με τη χρεοκοπία όμως του 2010, με την κατάρρευση του πελατειακού κράτους, υπό το βάρος των πετσοκομμένων μισθών και συντάξεων και των φαληρημένων μαγαζιών τους, πάρα πολλοί από τους Σεπολιώτες και τους Κολωνιώτες αγανάκτησαν. Και όσοι από εκείνους είχαν παππούδες που σιγοτραγούδαγαν στο τσακίρ κέφι το «Γρίβα’μ σε θέλει ο Βασιλιάς» και γονείς που ψευτοθυμόντουσαν ότι η 21η Απριλίου είχε χαρίσει κάτι δάνεια, όσοι είχαν διαπλαστεί στα γήπεδα με το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ» και στα σινεμά με τους «300», στράφηκαν στη Χρυσή Αυγή. Στην μεταμοντέρνα εποχή μας, το να χτυπάς τον βυζαντινό αετό τατουάζ ή το να βρίσκεις τον Ηλία Κασιδιάρη «ωραίο γκομενάκι» είναι πολύ πιο εύκολο από ό,τι θα ελπίζαμε.
Όταν όμως ο κύριος Πάνος Σκουρλέτης, εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνει πως «ευπρόσδεκτη είναι κάθε ψήφος που την αποσπάμε από τον ναζισμό και τον φασισμό», πως «κάθε ψήφος που φεύγει από την Χρυσή Αυγή είναι θετικό πράγμα για την Δημοκρατία», τι υποδύεται ότι πιστεύει;
Ότι εκείνοι που επιβράβευσαν στις κάλπες της 18ης Μαϊου το σύνθημα «Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή», στις 25 Μαϊου θα αποφασίσουν, ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ, πως «Είμαστε Όλοι Μετανάστες»; Ότι ο Μελιγαλάς θα αντικατασταθεί στο εικονοστάσι τους από τον Γοργοπόταμο; Ότι όπως ο Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε οραματικά μπροστά στον χειρότερο διώκτη του και με ένα «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» τον μεταμόρφωσε σε Παύλο, Απόστολο των Εθνών, έτσι και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης θα αναβαπτίσει θαυματουργά τους οπαδούς του Κασιδιάρη στα ιδανικά του ουμανισμού, της ανεκτικότητας, της κοινωνικής -και ταξικής- αλληλεγγύης;
Σε θολά νερά ψαρεύει απλώς ο κύριος Σκουρλέτης. Την «αγανάκτηση» επιδιώκει να προσεταιρισθεί, αδιαφορώντας για το ποιόν της. «Αφού ο Κασιδιάρης, ο δικός σας αντισυστημικός, δεν μπήκε στο δεύτερο γύρο» λέει, εμμέσως πλην σαφώς, στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, «προτιμήστε τον δικό μας, τον Γαβριήλ. Μπορεί να είναι πιο λάιτ, τη ζημιά όμως στον Καμίνη θα την κάνει!»
Η παραπάνω στάση, η οποία δεν εκφράζει -θέλω να πιστεύω- τον όλον ΣΥΡΙΖΑ, είναι διττά καταστροφική:
Πρώτον, δικαιώνει τη θεωρία των δύο άκρων, αντιμετωπίζοντάς τα μάλιστα σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Όπως ακριβώς ο κύριος Τάκης Μπαλτάκος ισχυριζόταν -λίγο καιρό πριν- πως δεν χαρίζει τους πατριώτες και τους χριστιανούς στην Χρυσή Αυγή, έτσι και ο κύριος Σκουρλέτης δεν τής χαρίζει τους «αγανακτισμένους». Τους τής δανείζει μόνο για τον πρώτο γύρο των εκλογών.
Δεύτερον, καταβαραθρώνει την φερεγγυότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Τον εμφανίζει σαν ένα κόμμα που είναι διατεθειμένο να κάνει τα πάντα -ή σχεδόν τα πάντα- προκειμένου να αγγίξει την εξουσία. Έστω και σε επίπεδο δήμου. Του στερεί ένα από τα σημαντικότερα -και εμβληματικότερα για την Αριστερά εν γένει- τρόπαια: Το ηθικό πλεονέκτημα.
Η πολιτική αποτελεί έναν δρόμο με συνεχείς, ολισθηρότατες στροφές. Οι πολιτικοί κάνουν εκ των πραγμάτων αλλεπάλληλες μανούβρες, αρπάζουν τις ευκαιρίες, προβαίνουν σε συμβιβασμούς. Οι πολίτες το αντιλαμβάνονται και γενικά το συγχωρούν. Εκείνο που δεν συγχωρούν είναι ο οποιοσδήποτε τακτικός ελιγμός να ακυρώνει την ιδεολογική -και την ηθική εν τέλει- ραχοκοκκαλιά. Εκείνο το οποίο δεν ανέχονται είναι η σημαία στο κατάρτι να αποδεικνύεται σημαία ευκαιρίας, «σημαία από νάυλον» όπως το έθεσε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
«Παίξε σωστά κι ας χάσεις» μας συμβούλευε, κάθε μέρα σχεδόν, ένας συγχωρεμένος πια φιλόλογος μας στο Γυμνάσιο.Το πιο ενδιαφέρον ξέρετε ποιο είναι; Πως όσοι τον άκουσαν και έπαιξαν σωστά, στο τέλος κέρδισαν.
Πηγή: LiFO