Νικόδημος
Πολλοί θεωρούν τον «κοσμοκαλόγερο» της Σκιάθου (1851-1911) κορυφαίο Έλληνα λογοτέχνη. Αυτός εγκαινίασε το διήγημα έχοντας γράψει περί τα 180+ και μερικά μυθιστορήματα. Εξετάζω εδώ ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά του διηγήματα.
Το μοιρολόγι της φώκιας πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1908, οπότε μάλλον είναι από τα τελευταία του και θεωρείται από τα ωραιότερά του. Ασχολείται με τον θάνατο-ατύχημα της μικρής Ακριβούλας. Είναι σύντομο, δυο σελίδες.
Αρχίζει, όμως, με μια μακροσκελή, περίπλοκη πρόταση με 5 αναφορικά επιρρήματα “οπού”, μια αναφορική αντωνυμία “την οποία” και το μόριο “δια” που εισάγει τον σκοπό της δράσης. Ιδού:
Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια [= μνήματα], και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν [= μπόγο] δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα.
Δεν διαβάζεται ή κατανοείται γοργά κι εύκολα. Να μια πρώτη δυσκολία. Μα αυτό που μου προκαλεί νέα δυσκολία είναι η φράση – η βρύση “οπού δακρύζει από τον βράχον”. Όσο γοερά κι έντονα κι αν “δακρύζω”, τα δάκρυα δεν θα χύνονται με τέτοια αφθονία ώστε να ξεπλένεται “σεντόνι”! Ο συγγραφέας μάλλον θέλει να δώσει μια πένθιμη νότα, μια και πρόκειται για μοιρολόγι. Μόνο που δεν πετυχαίνει ακριβώς, διότι το “δακρύζω” δεν ταιριάζει. Η πένθιμη νότα επανέρχεται με τη γρια-Λούκαινα να σιγοτραγουδά ψιθυριστά “πένθιμον βαθύ μοιρολόγι”: δύσκολο τα “βαθύ” μοιρολόγι με την ψιθυριστή φωνή. Ο ήλιος δύει με δυνατή φεγγοβολία και οι τελευταίες του ακτίνες θωπεύουν το νεκροταφείο με τα πάλλευκα μνήματα πάνω στην πλαγιά. Το κοιμητήριο περιγράφεται ως “αλώνι του χάρου” και “κήπος της φθοράς”. Πάλι πένθιμη ατμόσφαιρα.
Έχουμε μια εμμονή με τον θάνατο καθώς η γραία αναθυμάται τις τρεις κόρες και τους δυο γιους που πέθαναν σε παιδική ηλικία: τα θέρισε “ο αχόρταστος χάρος”. Τώρα η γραία μένει με μια παντρεμένη θυγατέρα που έχει 6 παιδιά.
Στην πλαγιά γλιστρούν κομμάτια ξύλων (από φέρετρα;), κομμάτια ρούχων (από πτώματα) και τούφες ξανθών μαλλιών – όλα “θανάτου λάφυρα”.
Μα σε μια “μικρή λάκκα (λακκούβα)” κάθεται νεαρός βοσκός που, αγνοώντας “το πένθιμο του τόπου”, φυσά στο σουραύλι του “φαιδρό ποιμενικό άσμα”. Μόνο που το ρήμα είναι “μέλπω”, δηλ. “τραγουδώ”. Δύσκολο να “μέλπεις” και να φυσάς το σουραύλι σου! Μετά, ο αυλητής, λέγεται, δεν φαινόταν διότι ήταν κρυμμένος σε “βαθύ κοίλωμα”. Άλλη ανακολουθία.
Στη συνέχεια μια “φώκη” που έβοσκε στα βαθιά νερά ίσως άκουσε το μοιρολόγι της γραίας και ήρθε στα ρηχά “κι ετέρπετο (ευχαριστιόταν) εις τον ήχον”. Μα πώς άκουσε (στα βαθιά νερά) αφού το μοιρολόγι λεγόταν ψιθυριστά; Πάλι ανακολουθία.
Μετά μια εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, ήρθε μα πήρε λάθος διαδρομή, ένα μονοπάτι “πολύ απότομο, πολύ κατηφορικό”, για να κατέβει στην παραλία – αφού ανακάλυψε τον κρυμμένο αυλητή κι εχόρτασε τη μελωδία του αυλού (καμαρώνοντας τον μικρό βοσκό!).
Μα πώς το κοριτσάκι 9 ετών υπέθεσε πως η γριά γιαγιά της κατέβηκε από εκείνο το απότομο μονοπάτι και μάλιστα κρατώντας έναν μπόγο ρούχα;
Ας δεχτούμε πως έκανε λάθος. Κατέβηκε για λίγο, μα είδε πως “ο δρομίσκος” γινόταν πιο απότομος και θέλησε να επιστρέψει, μα στο λυκόφως που σκοτείνιαζε ολοένα (δεν είχε φεγγάρι και υπήρχαν σύννεφα: συμπαντική συνομωσία;), δεν έβρισκε το μονοπάτι, γύρισε πάλι προς τα κάτω και “μπλουμ” έπεσε από τον βράχο στα νερά! Ο βοσκός άκουσε τον πλαταγισμό. Μα, μας λέει ο συγγραφέας, λόγω του “θορύβου του αυλού” δεν άκουσε την κραυγή της μικρής που νωρίτερα είχε δει πως το μονοπάτι έγινε “απόκρημνο” και δεν μπορούσε να το ακολουθήσει. Πιθανόν η κραυγή της μικρής να ήταν πνιχτή και να μην ακούστηκε. Μα νομίζω πως ο συγγραφέας στήνει το σκηνικό και μάλλον δεν ενδιαφέρεται για την αντίφαση – να ακούγεται ο ένας ήχος κι όχι ο άλλος. Είναι δυνατό η μικρή να μη φώναξε “βοήθεια” δυνατά για να ακουστεί από τη γιαγιά ή τον βοσκό προτού πέσει στη θάλασσα;
Η γρια-Λούκαινα επίσης δεν άκουσε την κραυγή, μα άκουσε τον πλαταγισμό και νόμισε πως ο αυλητής όχι μόνο ξυπνά με τη φλογέρα του τους νεκρούς μα “ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύει”. Ένας πλαταγισμός ήταν, και η φλογέρα θα έπαυε μετά τον πλαταγισμό, όχι πριν, αφού ο βοσκός έπρεπε να σταματήσει να παίζει τον αυλό για να ρίξει την πέτρα, και μετά να ξαναρχίσει στη “σιγή της νυκτός”.
Ο βοσκός εξακολούθησε, λοιπόν, “να φυσά τον αυλό του”, μια βάρκα εξακολούθησε να κόβει βόλτες στο λιμανάκι, η γρια-Λούκαινα συνέχισε να ανεβαίνει πίσω και η φώκια βρήκε το πνιγμένο σώμα της μικρής. Άρχισε να το “μοιρολογά, πριν αρχίσει τον εσπερινόν δείπνον της”. (Δηλ. τρώγοντας το μικρό σώμα του πνιγμένου κοριτσιού;)
Και κάποιος μετάφρασε “το μοιρολόγι της φώκης” που εκφερόταν “εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών”. Πώς ακουγόταν το μοιρολόγι αφού λεγόταν σε “άφωνη” γλώσσα; (Πάλι ανακολουθία εδώ!)
Τέλος, ο συγγραφέας δίνει το μήνυμά του: «Αυτή ήτον η Ακριβούλα / η εγγόνα της γρια-Λούκαινας. / Φύκια ’ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της… / κι η γριά ακόμη μοιρολογά / τα γεννοβόλια της τα παλιά. / Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου. /» Εδώ ο ΑΠ δεν νοιάστηκε να του δώσει ρίμα ευπρεπίζοντάς το!
Μα το τελευταίο δίστιχο είναι σε άμεση αντίφαση με την βαθιά πίστη του Παπαδιαμάντη στον Ιησού Χριστό, σωτήρα της ανθρωπότητας. Διότι πώς την έσωσε αφού συνεχίζουν τα πάθια και οι καημοί;
—————-
Υπάρχουν πάρα πολλές αντιφάσεις και ανακολουθίες. Εξέτασα μόνο τη δομή του διηγήματος και των προτάσεων. Διότι στη διδασκαλία του κειμένου στα σχολεία τίθενται ερωτήσεις όπως «Πώς προετοιμάζεται ο πνιγμός της μικρής ώστε να μη συμβεί αυθαίρετα;» ή «Ποιο μοιρολόγι μεταδίδει ισχυρότερη συγκίνηση – εκείνο της γιαγιάς ή της φώκιας;»
Αυτές είναι θεματικές, μάλλον ρηχές ερωτήσεις. Χρειάζεται, για την κατανόηση του κειμένου και την αναγνώριση λογοτεχνικών αρετών, πολύ βαθύτερη κι ενδελεχής ανάλυση, σαν αυτή που έκανα. Αλλιώς η πραγματική ποιότητα του διηγήματος επικαλύπτεται με συναισθηματισμό κι επανάληψη στείρων κρίσεων. Έτσι δίνονται επιπόλαια συμπεράσματα όπως –
“Το μοιρολόγι της φώκιας δημοσιεύεται για πρώτη φορά, τρία χρόνια πριν από το θάνατο του συγγραφέα, στην εφημερίδα Πατρίς. Είναι ένα από τα ωραιότερα διηγήματά του, ενώ από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως “το αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας”. Μέσα από αυτό το διήγημα του Παπαδιαμάντη αναδεικνύεται η στενή σχέση των στοιχείων της ζωής και του θανάτου και εκφράζεται ο ανθρώπινος πόνος.”
Αυτή είναι ακριβώς μια ρηχή , συναισθηματική, αστήρικτη κρίση που επαναλαμβάνεται ad nauseam. Ούτε αριστούργημα ούτε από τα ωραιότερα διηγήματά του είναι αυτό, άσχετα με την πρόθεση του συγγραφέα και την κρίση των υποστηρικτών του. Ούτε αναδεικνύει κάποια ουσιαστική σχέση των στοιχείων ζωής και θανάτου
Χρειάζεται ακόμα και ανάλυση της γλώσσας, κάτι που δεν επιχειρώ εδώ – μα θα εξετάσω σε μεταγενέστερο άρθρο.
Ας μη νομίζουμε πως ο Α. Παπαδιαμάντης δεν κάνει παρόμοια λάθη σε άλλα διηγήματά του. Στην πραγματικότητα, όπως θα δείξω στο επόμενο άρθρο οι ανακολουθίες παρουσιάζονται πιο συχνά από ότι πιστεύουν οι πολλοί – στα περισσότερα.
Διαβάστε το πολύ σύντομο Το αερικό στο δέντρο (1907) – επίσης από τα τελευταία του Α. Παπαδιαμάντη με απλούστατη πλοκή. Ανάμεσα σε Πλάτανο και Πετράλωνα, σε μια περιοχή με λίγα καλύβια αγροτών και βοσκών, έρχονται μερικοί μάγκες από την κωμόπολη και κυνηγούν επιθετικά τα μικρότερα ντόπια παιδιά. Ένα μάλιστα ελαφρώς ανάπηρο πέφτει κάτω και αρχίζει να σκούζει ενώ ένας από τους μάγκες του επιτίθεται με βέργα.
Ακούει τις κραυγές η γιαγιά του μικρού και βγαίνει και καταριέται τον επιτιθέμενο: “Βρε συ σκύλε αγαρηνέ, τι έκαμες!… Κακό αερικό να σου ΄ρθει απάνω σου, να σε μαράνει σαν εκείνο το δεντρί εκεί.” Και δείχνει ένα ξεραμένο, απειλητικό δέντρο. Αργότερα μαθαίνεται πως ο νταής όντως έπεσε “αιφνιδίως άρρωστος…” κι έμεινε “πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, μετά κόπου αναπνέων”. Και η αφήγηση τελειώνει με τη ρήση – “Ευλογείτε και μη καταράσθε” είπεν ο Χριστός.
Προς τι η ρήση; Ναι, τιμωρήθηκε ο νταής, πολύ ορθά, μα την κατάρα την έδωσε η γιαγιά! Ίσως δεν θα έπρεπε να τη δώσει;