Νικόδημος
Σήμερα θα εξετάσω το “Άνθος του γιαλού” (1906) και το “Ο πολιτισμός εις το χωρίον” (1891). Το “Άνθος του γιαλού” θεωρείται από τα ωραία του Παπαδιαμάντη και συμφωνώ, βρίσκοντάς το όμορφο παραμύθι – μα όχι κι αυτό δίχως ψεγάδια. Το “Ο πολιτισμός εις το χωρίον” είναι πιο σύνθετο, εκτενέστερο, με ωραία αφήγηση, μα με μια βασική, σοβαρότατη ανακολουθία.
Στο πρώτο, ένας νεαρός, 20ετής ψαράς, ο Μάνος, “αδύνατος στα μυαλά” έβλεπε τις νύχτες ένα φως μακριά, έξω από το λιμάνι να επιπλέει ακίνητο στα κύματα, μα όταν το πλησίαζε με τη βάρκα – και μαζί με τον μεγαλύτερο κατά 10 έτη γνωστό του, Γιαλήν της Φανφάνας – το φως απομακρυνόταν κι εξαφανιζόταν. Τι ήταν εκείνο το φως;
Μόνο ο Λίμπος ο Κοκόϊας, άνθρωπος πενηντάρης, που έμενε λίγο πιο πέρα από το “στοιχειωμένο” καλύβι της Λουλούδως (και κανείς δεν ήξερε γιατί λεγόταν έτσι) τους εξήγησε πως επρόκειτο, όπως είχε μάθει από παλαιότερες γριές, για μια ιστορία (ανεκπλήρωτης) αγάπης από πολύ παλιά χρόνια.
Έτσι έχουμε πολύ καλοφτιαγμένο ξεκίνημα: μια στοιχειωμένη καλύβα, ένα μυστηριώδες φως στη θάλασσα κι ένας μεγαλύτερος στα χρόνια που ήξερε την παλαιά ιστορία όπως την αφηγούνταν οι γριές (και παλιά βιβλία).
Ζούσε παλιά η όμορφη Λουλούδω με τον πατέρα της εκεί κι ένα βασιλόπουλο περαστικό την ερωτεύτηκε και υποσχέθηκε να γυρίσει να την πάρει τα Χριστούγεννα, μόλις νικούσε τους βάρβαρους άπιστους που πολεμούσε. Ήρθαν τα Χριστούγεννα και περιγράφονται βήμα-βήμα, η Παναγιά στη σπηλιά, η γέννηση, τα ζώα που ζεσταίνουν το βρέφος, ο ερχομός των αγγέλων και βοσκών – και όπου να ’ναι θα γύριζε το βασιλόπουλο. Μα εκείνο αργούσε. Ήρθαν μετά οι μάγοι με τα δώρα ακολουθώντας το άστρο. Πότε θα ερχόταν το βασιλόπουλο;
Πέρασαν τα Χριστούγεννα, “έγινε η σωτηρία” με τον ερχομό του Ιησού. Το βασιλόπουλο είχε όμως αιχμαλωτιστεί από τους βαρβάρους. Παρακάλεσε να γίνει ο ίδιος (με τον θάνατό του στη σιδερένια του φυλακή) σπίθα στη θάλασσα για να φτάσει έγκαιρα στην καλή του και να τηρήσει τον όρκο του. Αυτή η σπίθα ήταν το φως που έβλεπε ο Μάνος. Κι ακολουθεί η ποιητική περιγραφή:
«Τα δάκρυα της κόρης πίκραναν το κύμα τ΄ αρμυρό, οι στεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κι η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φτάση στον θρόνο του Μεγαλοδύναμου». Ωραία, τραγική επωδός.
Μόνο που, αφού ο Μεγαλοδύναμος είναι πανταχού παρών, η προσευχή δεν χρειαζόταν να πάει ψηλά ή μακριά.
Αυτή δεν είναι η μόνη ανακολουθία. Υπάρχουν μερικές ακόμα. “Ένα λουλουδάκι αόρατο” φύτρωσε ανάμεσα σε δυο βράχους (στο στόμιο του λιμανιού) αλλά μάτι δεν το βλέπει – κι έγινε ανθός, αφρός του κύματος (!). Πώς το ξέρουμε αφού ήταν αόρατο; Μετά, τη σπίθα (ψυχή του πρίγκηπα) την έβλεπαν παλιά “οι καθαροί [τη καρδία]” και στην εποχή μας οι αλαφροΐσκιωτοι σαν τον Μάνο, λέει ο Λίμπος. Και ο Μάνος ήταν, λέει ο συγγραφέας, “αδύνατος στα μυαλά όπως πάς θνητός”! Οπότε “πάς θνητός” έπρεπε να βλέπει τη σπίθα – την οποία μόνο ο Μάνος έβλεπε!
Είναι κρίμα ένα τόσο ωραίο παραμύθι και στο σύνολό του καλά δομημένο, να χαλάει από ανόητες απροσεξίες. Ίσως να έφταιγε το αλκοόλ που ρουφούσε τακτικά ο Παπαδιαμάντης.
—————————
Στο άλλο διήγημα “Ο πολιτισμός εις το χωρίον”, η ανακολουθία είναι πολύ σοβαρότερη, ριζωμένη ως φαίνεται στη νοοτροπία του διηγηματογράφου.
Η γυναίκα ενός ασβεστά, η Θεοδωριά, φουρνάρισσα η ίδια, έχει χάσει δυο παιδιά ήδη (αγόρι και κορίτσι) και τώρα έχει ένα “πτωχόν νήπιον”, τον ασθενικό Ελευθεράκη, 4 ετών. Αυτός αρρωσταίνει και ο πατέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος, με την επίμονη προτροπή της γυναίκας του επιτέλους βγαίνει έξω στη μαύρη νύχτα να πάει να φέρει γιατρό. Βρίσκει τον γιατρό να χαρτοπαίζει στο “ευπρεπισμένον καπηλείον του Θανάση”. Το χαρτοπαίγνιο περιγράφεται ως “ψώρα” που μαζί με “άλλα δεινά” είχε κολλήσει στο παραθαλάσσιο χωριό – από την πόλη προφανώς: έτσι, υπονοείται, ήρθε ο “πολιτισμός” στο χωριό. Στο καπηλείο εσύχναζαν οι υποτελώνης, ειρηνοδίκης, υπολιμενάρχης, υγειονόμος, γραμματέας του ειρηνοδίκου, δημοδιδάσκαλος, δυο χασάπηδες, γραμματέας της δημαρχίας και άλλα πρόσωπα που ανήκαν στα μεσαία ή ανώτερα στρώματα. Επειδή χιόνιζε, ο γιατρός είπε πως δεν ήταν εύκολο να πάνε στο σπίτι του Στέργιου. Μα κι ένας αετονύχης, ο γραμματικός του ειρηνοδίκη, ο Μαγγανόπουλος, κέρασε ένα ποτήρι μοσχάτο τον Στέργιο, καλώντας τον να παίξει κι αυτός: «τα μουστάκια του… ανέβαιναν και κατέβαιναν ως της γάτας, της οσφρανθείσης ποντικόν»! Είχε δηλαδή καταλάβει πως ο μπάρμπα-Στέργιος ήταν αφελής και, καθώς ο ίδιος είχε τότε “τον μπάγκον”, σκόπευε να του πάρει όσα λεφτά μπορούσε. Και αυτό έγινε: ο Στέργιος έχασε όλα του τα μετρητά, ενώ ο επιτήδειος Μαγγανόπουλος τον κερνούσε και του έλεγε πως το αγόρι είναι καλά, ωσότου ήρθε κάποιος γείτονάς του, σταλμένος από τη γυναίκα του, που εν τω μεταξύ αγωνιούσε μήπως και ο άντρας της είχε πάθει κάτι λόγω του χιονιού. Πάνε επιτέλους στο σπίτι, μα ο Ελευθεράκης πεθαίνει.
Μετά ο Στέργιος αναγκάστηκε να βάλει υποθήκη ασημένια κοσμήματα της Θεοδώρας και μεταξωτά στον άλλο αετονύχη, τον ενεχυροδανειστή του χωριού, τον αισχροκερδή κυρ Αργυρό Συρματένιο, που δάνειζε με τόκο ως 80% κατ΄ έτος, για να πληρώσει την κηδεία. Στο τέλος, βλέποντας την κηδευτική πομπή την επόμενη πρωία, ο Μαγγανόπουλος λέει στην παρέα του κυνικότατα «απόψε τα μεσάνυχτα περάσαμε τόσο καλά μαζί… Ηύρε τον καιρό ν΄ αποθάνη [το αγόρι του] με τέτοιο χιόνι»!
Η δομή του διηγήματος είναι άνιση, διακεκομμένη. Πρώτα έχουμε την αγωνία της Θεοδωριάς για το αγόρι της και τις αναμνήσεις της από τους θανάτους των δυο παιδιών της – με μάλλον περιττές λεπτομέρειες. Μετά ο Στέργιος πάει στο σπίτι του γιατρού κι από κει στο καπηλειό. Μετά, έχουμε πάλι την αγωνία της μητέρας και συζύγου και την αποστολή του γείτονα – πάλι με παραφουσκωμένες συναισθηματικές περιγραφές. Ακολουθεί έξαφνα η περιγραφή του μαγαζιού του ενεχυροδανειστή. Μετά, πίσω στον Στέργιο που έρχεται στο μαγαζί για δάνειο. Μετά, συντομότατη αφήγηση της επιστροφής του Στέργιου από το καπηλειό σπίτι του μαζί με τον γιατρό και τελικά τη νεκρική πομπή. Πολύ ανακατεμένα τα χωρο-χρονικά στοιχεία.
Εδώ πρέπει να προσέξουμε μερικές σημαντικές απόψεις.
Στην τρίτη παράγραφο διαβάζουμε τη διατύπωση της κύριας ιδέας στο “Η Φόνισσα”, εδώ σε σχέση με τη Θοδωριά: «Α! η καρδούλα της ήτον καμένη! Καλύτερα να μη ’μβαίνει στον κόσμο άνθρωπος.»
Παρά τις περιγραφές του σπαραγμού της Θοδώρας, δεν μαθαίνουμε πώς, από τι, ακριβώς πέθαναν τα δυο παιδιά της.
Για ν’ αφυπνίσει τον άντρα της στο επείγον της ασθένειας του Ελευθεράκη, η Θοδώρα του υπενθυμίζει πως είχαν πεθάνει παλαιότερα τα δυο παιδιά. Μα προσθέτει, «είναι ‘στα λουλούδια’, στον άλλο κόσμο, στην αληθινή ζωή.»… Μα αν πίστευαν πράγματι πως μετά τον θάνατο είναι αληθινή ζωή, μάλλον δεν θα θλίβονταν τόσο σπαρακτικά οι άνθρωποι για τον θάνατο δικών τους.
Στην αγωνία της η Θοδωριά βλέπει τη θρυαλλίδα του καντηλιού να αγωνίζεται «με την τελευταία ρανίδα ελαίου, να σωθεί από της επαφής του ύδατος, ως ο άνθρωπος ο πνιγόμενος και προσκολλώμενος εις σανίδα, ως η ψυχή βασανιζομένη και εις μεγάλην αγωνίαν πλέουσα πριν χωρισθή από του σώματος». Ο “πνιγόμενος άνθρωπος” κολλημένος στη σανίδα είναι μια αποδεκτή συμβολική εξωτερίκευση της ψυχής του Ελευθεράκη. Μα δεν παρομοιάζεις κάτι ορατό, απτό κι ευκολονόητο με κάτι μη απτό ή ορατό και άγνωστο όπως ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα (αν όντως συμβαίνει) – όπως στη δεύτερη παρομοίωση. Όταν μάλιστα προστίθεται λίγο παρακάτω «το κανδήλι ήθελε να σβήση, αλλ΄ η θρυαλλίς ανθίστατο και ήσπαιρεν [= αντιστεκόταν με τινάγματα]», νιώθουμε σύγχυση. Σε σχέση με τον ετοιμοθάνατο που αντιστέκεται, τι συμβολίζει ακριβώς το καντήλι και τι η θρυαλλίς (= φυτίλι); Δεν είναι καθόλου σαφές.
——————————–
Οπωσδήποτε ο Παπαδιαμάντης στηλιτεύει την “ψώρα” του χαρτοπαιγνίου που ήρθε από τον πολιτισμό της πόλης, μαζί με άλλα δεινά. Μα η κυνικότητα, η τάση προς εκμετάλλευση του αφελούς και αδύναμου από ισχυρούς ή επιτήδειους ή πονηρούς υπήρχε και στα χωριά. Στο Στην Αγ’ Αναστασά μας δίνει μια εικόνα λαϊκών κι εκκλησιαστικών που φθονούν ο ένας τον άλλο και διεκδικούν πρωτοκαθεδρία. Στο Λαμπριάτικος Ψάλτης έχουμε τις έριδες των χωρικών και τον Μπακούση που κλέβει με πονηριά δυο κοψίδια από τη σούβλα. Στο Της Κοκκώνας το Σπίτι ο Γιάννης ο Παλούκας, μεταμφιεσμένος σε ξωτικό, ληστεύει ξεδιάντροπα τις εισπράξεις των παιδιών από τα κάλαντα. Στο Υπηρέτρα θεία και ανεψιά δεν μιλιούνται μεταξύ τους έχοντας μαλώσει για δυο στρέμματα αγρού. Κ.λπ. κ.λπ.
Στα χωριά φύτρωσαν δεισιδαιμονίες, μαγγανείες, ξόρκια, προκαταλήψεις κάθε είδους και οργίαζαν. Μαζί και οι αντιζηλείες, οι καυγάδες και τα μίση. Και μόνο ορισμένες απόψεις της παιδείας από τον αστικό πολιτισμό εξάλειψαν αυτά τα πάθη.
Δημιουργήθηκαν νέες πλάνες, όπως βλέπουμε σήμερα, μα αυτό ισχύει τόσο για τους αστούς όσο και για τους χωρικούς και οφείλεται στις εγωιστικές διεκδικήσεις μας και την απουσία πολιτισμικής και ηθικής Παιδείας.