1. Εξετάζω τα θεωρητικά σχόλια του Σεφέρη περί Ποίησης κυρίως για να δείξω τους λόγους για τους οποίους δεν εμπιστεύομαι θεωρίες ποιητών, κριτικών ή ακαδημαϊκών για το θέμα. Εν μέρει έθιξα κάποιες ιδέες του σε προηγούμενα πρόσφατα άρθρα.
Την ποιητική του νομπελίστα μας την εξέτασα στα άρθρα 8, 9 και σποραδικά σε προγενέστερα: αυτή δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Την θεωρητική του την ανέλυσα μερικώς (μαζί με μερικές απόψεις του Τσάτσου) στα άρθρα 17 και 18. Έχει όμως γράψει πολλά άλλα. Και στη θεωρητική συζήτηση με τον Τσάτσο 1938-9 και σε δοκίμια μεταγενέστερα. Μερικά πολύ ενδιαφέροντα σχόλια γράφτηκαν στα πλαίσια μελετών των άλλων ποιητών.
Εδώ εξετάζω μια επιλογή σχολίων και ορισμών που έχουν ενδιαφέρον καθώς θίγουν βασικές απόψεις της Ποίησης. Υπάρχει όμως το πρόβλημα πως συχνά τα σχόλια, δικά του ή υιοθετημένα από διατυπώσεις άλλων, είναι πολύ αόριστα.
2. Ένα από τα ωραιότερα και ρεαλιστικότερα σχόλια του Σ είναι στο δεύτερο τμήμα , Δόγματα και Τέχνη, του Μονόλογος πάνω στην Ποίηση:
Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η καθαρή κριτική εκτίμηση είναι
ένα θεωρητικό όριο που δεν μπορεί κανείς να το φτάσει, όπως και η
καθαρή ποίηση, που μας έκανε άλλοτε να ξοδέψουμε τόσο μελάνι,
δεν είναι, στην τελευταία της συνέπεια, παρά ένα σημείο σιωπής.
Συναινώ πλήρως, ιδίως με το σημείο σιωπής. Αλλά το σημείο αυτό πρέπει να είναι κι εσωτερικό, μια κατάσταση του νου, όχι μόνο του φωνητικού μηχανισμού. Ένας Βεδικός ύμνος (Ṛgveda 1. 164. 45) λέει πως η λαλιά, η ομιλία (και η ποίηση τότε ήταν απόλυτα προφορική) εκφράζεται σε τέσσερα στάδια και το πρώτο πρώτο είναι ανεκδήλωτο και ακίνητο – η απόλυτη σιωπή. Από εκείνη πηγάζει κάθε ομιλία: αλλά τι είναι εκείνη; Και με όλη τη βάρβαρη, βασανιστική βαβούρα στον νου μας πως θα την εμπειραθούμε;
Η καθαρή – απόλυτη; – κριτική εκτίμηση μπορεί, όπως και η απόλυτη σιγή, να είναι απρόσιτη στην κατάσταση μας, αλλά μπορούμε, σίγουρα να προσεγγίσουμε μια λογική και αποδεκτή εκτίμηση – φτάνει να παραμερίσουμε αοριστίες, γενικότητες και διατυπώσεις θολές με θεληματικές ανακρίβειες και παρερμηνείες.
3. Παραθέτει ο Σ ένα μακρύ απόσπασμα από τον Παλαμά:
Δεν υπάρχει έργο του ανθρώπινου πνεύματος, όσο θρυμματισμένο και
ασύνδετο και αν παρουσιάζεται που να μην ανάγεται σε μια πρωταρχική
πηγή, που να μην ξεδιπλώνεται σε μια συγκεκριμένη εσωτερική
εξέλιξη και να μην κατευθύνεται σε μια δημιουργική ιδέα. Το πνεύμα
φανερώνεται σαν τέτοια ενότητα και σαν τέτοια κίνηση, αρκεί να εγκύ-
ψωμε επίμονα, ώσπου να διαγνώσουμε την απόλυτη ιδιοτυπία κάθε
πνευματικής πηγής και την πορεία που από την ιδιοτυπία αυτή προσδιορίζεται.
Πρέπει, άμεσα να πάμε στο ιδιόμορφο και μοναδικό, εκείνο που δεν έχει ομοιότητα με ο,τιδήποτε άλλο, και να βρούμε … το απόλυτα νέο κάθε πνευματικής καμπής.
Η παράθεση συνεχίζει χωρίς όμως να προσδιορίζει τίποτα συγκεκριμένο: είναι μια αλυσίδα αοριστιών. Δεν εξηγεί καθόλου την εσωτερική εξέλιξη, τα στάδια ή την πορεία της, και οπωσδήποτε αυτή δεν κατευθύνεται, όπως ισχυρίζεται, σε μια δημιουργική ιδέα, αλλά σε ένα δημιούργημα μέσω κάποιας ιδέας που βρίσκει ορθή/λάθος, μερική/ολική, καλή/κακή έκφραση σε αυτό.
Ερώτημα: γιατί καταφεύγει στον Παλαμά ο Σ;… Διότι ο Παλαμάς ήταν τότε ο Ύπατος της ποίησης και θα στήριζε με την αυθεντία του τη γνώμη του Σ. Ποια ήταν αυτή;
Ανάμεσα σε άλλα, ο Σ υποστήριζε την καινούρια ποίηση που είχε παρατήσει τις παραδοσιακές φόρμες (αυστηρή προσωδία, ομοιοκαταληξία, τετράστιχα ή σονέτα κλπ) και ξανοίχτηκε στην “ποιητική ελευθερία” με τον ελεύθερο στίχο, την πυκνή ή σπασμένη έκφραση, tη «σκοτεινότητα» και άλλα στοιχεία που έκαναν τη γραφή δυσνόητη. Γι αυτό παίρνει αυτό το απόσπασμα του Παλαμά: θρυμματισμένο… ασύνδετο… να εγκύψωμε επίμονα… το απόλυτα νέο κάθε πνευματικής καμπής.
4. Στο Εισαγωγή στον Θ.Σ Έλιοτ γράφει για τον μισομορφωμένο, πολιτισμένο άνθρωπο που “ζητεί από την τέχνη να του λέει κάτι ή να μοιάζει με κάτι, ενώ το έργο τέχνης είναι κάτι με το οποίο ερχόμαστε ή δεν ερχόμαστε σε επαφή”.
Τι είναι τέχνη και τι “έργο τέχνης”;… Είναι όλα τα έργα τέχνης (ποίηση, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική) ίδιας αξίας και θέλουμε να ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους συχνά;… Αν ένα ποίημα δεν έχει καθόλου νόημα, σε τι διαφέρει από μουσικά κομμάτια;…
Αναγνωρίζοντας το παράλογο της πρότασης, ο Σ αμέσως την ανασκευάζει προσθέτοντας – “Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να παρέχει η ποίηση ένα νόημα λογικό”. Έτσι ανατρέπει τη σοφιστεία της προηγούμενης πρότασης. ΑΛΛΑ, συνεχίζει “η ύπαρξη του νοήματος αυτού είναι συχνά [! όχι πάντοτε: προσέξτε αυτό το περιοριστικό] άσχετη με την ποιητική αξία” και, συνεχίζει, να μην “αρχίζουμε προσεγγίζοντας την ποίηση από το λογικό της νόημα” (Δοκιμές Α΄, 33).
Δυστυχώς υπάρχουν πολλές ασάφειες εδώ: ο Σ δεν είναι ευθύς και ξεκάθαρος.
Τι σημαίνει “ερχόμαστε ή δεν ερχόμαστε σε επαφή”;… Δεν μπορείς να μην έρθεις σε επαφή αφού διαβάζεις ή ακούς ένα ποίημα. Αυτό που μετρά είναι η ποιότητα, η εγκαρδιότητα, της επαφής. Και αυτή θα εξαρτηθεί όχι μόνο από το πλησίασμα του ενδιαφερομένου, όχι μόνο από τα στολίδια του ποιήματος, αλλά κυρίως από το νόημα που δίνει. Αν δεν έχει νόημα είναι α-νοησία!
Μετά, τι στην ευχή είναι η “ποιητική αξία”;
Κανένα ποίημα δεν έχει αξία άλλη από εκείνη που του δίνουν οι άλλοι άνθρωποι. (Και αυτό είναι νόμος στην Πολιτική Οικονομία και ισχύει για άθε πράγμα: κάτι έχει αξία μόνο εφόσον κάποιοι το θέλουν.) Όταν ο Σ λέει “πρώτα μ’ ενδιαφέρει η συντήρηση της ποίησης, έστω κι αν είναι για τρεις μόνο ανθρώπους”(σ 89) μιλάει ανέντιμα διότι μιλάει εκ του ασφαλούς το 1938, έχοντας εδραιωθεί ανάμεσα στους κορυφαίους του μεσοπολέμου.
5. “Η ποίηση είναι λογοτεχνία προφορική” μας βεβαιώνει.
Ήταν.
Μπορεί σήμερα (ή έστω τη δεκαετία 1930) οι ποιητές να διάβαζαν ορισμένα ποιήματά τους σε ορισμένα ακροατήρια. Αλλά δεν συνέθεταν τα ποιήματα εκείνη την ώρα. Όταν η ποίηση ήταν όντως προφορική, οι ποιητές συνέθεταν τα ποιήματα εκείνη την ώρα ή τα επαναλάμβαναν. Η απαγγελία ήταν συνήθως τραγουδιστή – στην Ελλάδα, στην Ινδία, στην Κίνα και αλλού. Έτσι γεννήθηκαν τα μεγάλα επικά και διδακτικά ή μικρότερα διασκεδαστικά ποιήματα κι αινίγματα. Από τους βάρδους.
Ποιος είναι βάρδος σήμερα και συνθέτει καθώς απαγγέλλει;… Και πώς απαγγέλλουν;… Όποιος κι αν το κάνει διαβάζοντας το κείμενο, απαγγέλλει με ημι-επίσημο ύφος σχεδόν πάντα, και πένθιμο αν το κείμενο θεωρείται σοβαρό.
Δεν λέει την αλήθεια ο Σ όταν γράφει πως στην αρχαιότητα οι ποιητές απευθύνονταν σε λίγους (σ 151). Οι βάρδοι απευθύνονταν σε μεγάλες συναθροίσεις είτε στο παλάτι είτε στην πλατεία του χωριού απαγγέλλοντας κάποιο ποίημα-τραγούδι από τους γνωστούς κύκλους ποιημάτων–τραγουδιών ή συνθέτοντας νέο εκείνη την ώρα.
Το Μυθιστόρημα, το Βασιλιάς της Ασίνης, το Κίχλη – τα απήγγειλε σε ακροατήριο όταν τα συνέθετε ο Σ, ή τα δούλευε σβήνοντας και διορθώνοντας στο γραφείο του;
Το Μυθιστόρημα γράφτηκε σε ένα έτος, Δεκ. 1933 – Δεκ. 1934. Το Ο Βασιλιάς της Ασίνης του πήρε ενάμιση χρόνο από το 1938 ως το 1940.
Όταν δε απαγγέλλει σε ηχογράφηση διάφορα ποιήματα, τα εκφωνεί απ’ έξω ή τα διαβάζει;…
Ποιός έχει τόσο συγκεντρωμένη προσοχή ώστε να παρακολουθήσει αποσπάσματα καθώς απαγγέλλονται ας πούμε από το Κίχλη – στίχους 21 (Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια…) ως 39 (… κάτω απ’ τη σκάλα.) ή τον διάλογο του ηδονικού Ελπίνορα με τη γυναίκα, στίχοι 1-60;…
Τέτοιες θεωρίες είναι δίχως πολλή αξία. Όμως δίνουν ζωή στους ποιητικούς κύκλους.
6. Καλώς παραθέτει ο Σ τη γνώμη του Έλιοτ πως “η ποιητική ικανότητα είναι σπάνια” και ακόμα πιο σπάνια συνδυασμένη με τη μυστικιστική ικανότητα (σ 26).
Κακώς όμως αντιγράφει – “Η πρόοδος ενός καλλιτέχνη είναι μια διαρκής αυτοθυσία, μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητας” (σ 43). Και αργότερα – “Ο τεχνίτης, μια και θέτει το έργο του πάνω απ’ όλα, οφείλει να καταστρέψει το άτομο του χάριν του έργου του” (σ 344). Και, πάρα πέρα, ότι “Τίποτε μεγάλο δεν δημιουργήθηκε χωρίς να αναλωθεί ο δημιουργός ολόκληρος στο έργο”.
Αυτές οι αντιλήψεις είναι πλατιά διάχυτες – ιδίως στους “καλλιτέχνες, διανοούμενους” και “ανθρώπους του πνεύματος” στην Ελλάδα μας.
Είναι όμως εντελώς ανυπόστατες μεγαλοστομίες. Από όσο ξέρω ούτε ο Ντα Βίντσι, ούτε ο Σαίξπηρ, ο Μίλτων, ο Ρέμπραντ, ο Βιβάλντι, ο Μότσαρτ, ο Γκαίτε, ο Τολστόι, ο Έλιοτ κι ο ίδιος ο Σεφέρης, για να αναφέρω μερικούς, αναλώθηκαν και κατέστρεψαν το άτομό τους χάριν των έργων τους.
Αν μερικοί πέθαναν νωρίς ή/και σε στέρηση (Caravaggio, Marlow, Mozart, Schubert, Rimbaud κλπ), αυτό οφειλόταν σε ασωτία, κακή διαβίωση και άλλες συνθήκες και όχι λόγω καλλιτεχνικής ανάλωσης.
Εξαρτάται, βέβαια, και το πώς αντιλαμβανόμαστε αυτές τις λέξεις, – αυτοθυσία, καταστροφή του ατόμου, ανάλωση κλπ.
Τελειώνω με μια φοβερή έλλειψη στη θεωρητική πανοπλία του Σ. Γράφει – “Υπάρχουν, φαντάζομαι, [προσέξτε πάλι αυτή τη θωράκιση,] καλοί και κακοί ποιητές…” (σ 45).
Ναι υπάρχουν και όλοι το ξέρουμε. Πώς κρίνουμε όμως;
Πάνω σε αυτό το πιο κρίσιμο και σημαντικό θέμα ο Σ δεν λέει τίποτα αξιοπρόσεκτο και σε μελλοντικό άρθρο θα εξετάσω την κριτική του για ορισμένα ποιήματα (άλλων, εννοείται). Ίσως να υποπτεύεται, όπως ο Έλιοτ, πως “η ποιητική ικανότητα είναι σπάνια”, τόσο σπάνια που στην εποχή μας είναι σχεδόν ανύπαρκτη.