1. Ο Σεφέρης και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν φίλοι. Το 1938-9 έκαναν δημόσια μια συζήτηση περί Ποίησης δημοσιεύοντας άρθρα – προτάσεις, απαντήσεις και ανταπαντήσεις – στα περιοδικά Προπύλαια και Νέα Γράμματα. Η ανάγνωση τους είναι πολύ κουραστική καθώς ο ένας εμμένει στη γνώμη του, λέει τα δικά του κάνοντας λόγιες αναφορές σε άλλα έργα (μουσικής, ζωγραφικής κλπ επίσης) και στην πραγματικότητα, αγνοώντας τα διάφορα σημεία που θίγει ο άλλος. Θίγοντας μεταφυσικά θέματα, το ελληνικό πνεύμα, την ιστορική και καλλιτεχνική αξία των μεγάλων έργων, την κριτική έκταση και πολλά άλλα παρεμφερή ζητήματα για τα οποία επί αιώνες διαφιλονικούν οι λόγιοι (επιδεικνύοντας ταυτόχρονα το εύρος της πληροφόρησης τους), κατορθώνουν να μην πουν πολλά πρακτικά χρήσιμα πράγματα για την ποίηση. Κι εγώ εδώ δεν μπορώ ούτε θέλω να συνοψίσω αυτή τη συζήτηση. (Βλ. προηγούμενο Ποίηση Νο 17.) Παίρνω μόνο ένα θέμα.
Ο Τσάτσος θέλει να υπάρχει “έλλογο” στοιχείο στην Τέχνη και φυσικά στην Ποίηση. Και τείνω να συμφωνήσω. Ο Σεφέρης μοιάζει να συμφωνεί από μια διαφορετική προσέγγιση γράφοντας “ένα βασικό γνώρισμα του ποιήματος είναι ότι υπάρχει μια φανερή λογική συνέπεια ανάμεσα στην έμπνευση και στην εκτέλεση. Ο παραλογισμός, ποιητικά, θα άρχιζε αν έλειπε η συνέπεια αυτή” (σ. 19 Ένας Διάλογος για την Ποίηση, επιμ. Λ. Κούσουλας, Ερμής, Αθήνα 1988).
2. Κι όμως ο Σ δεν συμφωνεί διότι ο Τ αναφέρεται στο έλλογο στοιχείο μέσα στο ίδιο το τετελεσμένο έργο, όχι ανάμεσα στην έμπνευση και την εκτέλεση. Θέτει μάλιστα μια ρητορική ερώτηση – “Ποιο είναι το ποσό του έλλογου στοιχείου στα δημοτικά μας τραγούδια;” Θα ήταν βέβαια πολύ πιο έντιμο να μας έλεγε ο ίδιος τι νομίζει αφού μάλιστα έχει αναφέρει και σε άλλη περίσταση τους ακόλουθους έξι στίχους.
1. Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου,
2. και στο μαντήλι το’ συρα κι έβαψε το μαντήλι,
3. και στο ποτάμι το ‘πλυνα κι έβαψε το ποτάμι,
4. κι έβαψε η άκρη του γιαλού και η μέση του πελάγου.
5. Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
6. κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο
.
Ο Σ διατείνεται πως “εδώ οι εικόνες υπακούνε σε μια καθαρά ποιητική, δηλαδή άλογη, αρχιτεκτονική….” Ή σκέφτεται ή εκφράζεται λάθος. Δεν υπάρχει τίποτα το άλογο ή παρά-λογο στους στίχους αυτούς. Το νόημα και η ομορφιά του βασίζονται στην Αντικειμενική Αντιστοιχία και στο πανάρχαιο σχήμα λόγου στην ποίηση και μυθιστορηματική (επική/ποιητική) αφήγηση που λέγεται υπερβολή. Οι δύο πρώτοι στίχοι είναι κυριολεκτικοί ως προς το νόημα και γίνονται ποίηση χάρη στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο τρίτος αρχίζει να υπερβάλλει και ο τέταρτος επεκτείνει την υπερβολή καθώς το κοκκίνισμα ξαπλώνεται από το ποτάμι σε όλο το πέλαγος. Ο πέμπτος είναι πάλι νορμάλ αλλά ο έκτος συνεχίζει την υπερβολή κοκκινίσματος στον ήλιο και το φεγγάρι. Δεν υπάρχει παραλογισμός. Συχνά ο ήλιος όταν ανατέλλει και όταν δύει φαίνεται να κοκκινίζει (καθώς και ο ουρανός και σύννεφα, αν υπάρχουν). Το ίδιο συμβαίνει και στο φεγγάρι όπως διατυμπανίζει το γνωστό τραγούδι Luna rossa ‘Κόκκινο φεγγάρι’. Παρά την υπερβολή υπάρχει Αντικειμενική Αντιστοιχία. Υπάρχει και ο υπαινιγμός πως ο έρωτας (το φιλί) έχει συμπαντική έκταση.
(Βέβαια, μερικοί ανόητοι κριτικοί θα αντιτείνουν πως τον υπαινιγμό τον βάζω εγώ, αλλά αυτοί βρίσκονται σε τέτοιο βόθρο άγνοιας που δεν μπορούν να δεχθούν πως λαϊκοί στιχουργοί είχαν ικανή ευφυΐα να αντιληφθούν οικουμενικές δυνάμεις και διαστάσεις και να τις διατυπώσουν κυριολεκτικά και υπαινικτικά.)
Έχοντας αναπτύξει τη δική του (φιλοσοφική) ιδέα περί “νοηματικής αλληλουχίας” (σ 39-40) ο Τ είδε σωστά την ουσία εδώ (σ 46). Η νοηματική αλληλουχία, ή το “έλλογο” ποιητικό δημιούργημα είναι, ή περιέχει, Αντικειμενική Αντιστοιχία.
3. Ο Σ παραδέχεται με έμφαση πως διδάχθηκε πολύ περισσότερα πάνω στην ελληνική γραφή από τα δημοτικά τραγούδια (και τον Μακρυγιάννη) από ότι έμαθε από “πολλούς θεολόγους της λογοτεχνίας” (=θεωρητικούς και κριτικούς με δόγματα). Δίνει ως παράδειγμα τους ακόλουθους έξι στίχους:
1. Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
2. Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους
3. και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια
4. Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη,
5. και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια
6. Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
Τέτοιοι στίχοι, συνεχίζει ο ποιητής, τον “βοήθησαν να καταλάβει καλύτερα την ‘ερμητική’, ‘άλογη’ και ‘ασυνάρτητη’ σύγχρονη τέχνη” (Κούσουλας, 1988, σ 110). Λίγο νωρίτερα (σ 96) ο Σεφέρης είχε αναφέρει τον 5ο στίχο λέγοντας πως “δεν έχει κανένα λογικό νόημα ή, καλύτερα, είναι αντίθετος με κάθε λογικό νόημα”.
Απορώ πράγματι εδώ πού στην ευχή βρίσκεται η “ευαισθησία” και ευρύτατη πολυμάθεια του Σεφέρη την οποία επιδείχνει τόσο απλόχερα στις σελίδες του διαλόγου με τον Τσάτσο. Διότι κι εδώ έχουμε υπερβολή – όπως σ’ ένα παραμύθι. Άλλωστε ο ίδιος λέει πως αυτό είναι “κουβέντα μικρού παιδιού” (σ 97). Θα έπρεπε να γράψει “κουβέντα μεγάλου για μικρά παιδιά”! Τα συμφραζόμενα δείχνουν πως η υπερβολή στο παραμύθι ξεκίνησε νωρίτερα, όταν ο αφηγητής ορίζει τον ήλιο βιγλάτορα/φρουρό (=“βάρδια”) “στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους”. Αν δεχθούμε την υπερβολή στην απαρχή, δεχόμαστε ευκολότατα και το πάρσιμο του βοριά από τα καράβια. Δεν υπάρχει καμιά δυσκολία. Ο βοριάς φυσά και σπρώχνει τα καράβια κι εκείνα μεταφορικά τον παίρνουν καθώς εκείνος εξαντλείται και παύει. Στην πραγματικότητα έχουμε πάλι έγκυρη και ακέραια ΑΑ.
4. Τα επίθετα ‘ερμητική, άλογη, ασυνάρτητη’ αναφέρονται στην σύγχρονη ποίηση, που όμως πρωτοεμφανίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα στον διεθνή χώρο με τους Ezra Pound και T.S.Eliot και μερικούς Γάλλους σουρεαλιστές (νωρίτερα συμβολιστές) και στην Ελλάδα στην δεκαετία του 1930. Υποδείχνουν πως ο ποιητής μένει κλειστός στις δικές του συγκινήσεις, σκέψεις και ποιητικές εκφράσεις και μορφές (ερμητισμός), πως τα ποιήματα είναι παράλογα και ακαταλαβίστικα (άλογα) και δίχως συντακτική λογική και οργανική συνοχή (ασυνάρτητα).
Ο Σεφέρης διατείνεται πως και οι στίχοι που εξετάσαμε πιο πάνω μπορούν να θεωρηθούν ερμητικοί, άλογοι και ασυνάρτητοι (“αντίθετος με κάθε λογικό νόημα” στίχος 5 στο §3). Αυτό και χοντρό και ανέντιμο είναι.
5. Και στο §2 και στο §3 έδωσα λογικές εξηγήσεις για τους στίχους που ο Σεφέρης εσφαλμένα παρουσιάζει ως αντίθετους με τη λογική. Οι στίχοι των Δημοτικών Τραγουδιών δεν έχουν τίποτα το κοινό με τα παραδείγματα που δίνω στη συνέχεια:
(α) Ο ποιητής μιλά για ένα γραμμόφωνο με πολλούς δίσκους (1933) και συνεχίζει-
Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα…..
Μα ποιος ποιητής• θυμάσαι ποιος ποιητής / δοκίμασε τη χαλύβδινη βελόνα
στις ραφές του ανθρώπινου κρανίου; / θυμάσαι το τραγούδι του το βράδυ εκείνο;
Θυμάμαι που μας ζήτησε μιαν ασπιρίνη / τα μάτια του έπαιξαν μέσα σε μαύρους κρίκους
ήταν χλωμός και δυο βαθιές ρυτίδες / τυλίγανε το πρόσωπό του. Μήπως όμως
ήσουν εσύ; μήπως εγώ; Ή μήπως ήταν / η αμίλητη Αντιγόνη…..
Την κράτησα κοντά μου δέκα νύχτες / έκλαιγε κάθε αυγή για το παιδί της.
Θυμάμαι γύρευα ένα φαρμακείο. / Όλα κλειστά. Για ποιόν ήταν δεν ξέρω.
Τέτοια γραφή δεν έχει πολλή σχέση με τα (καλά) Δημοτικά Τραγούδια ή τα (καλά) ποιήματα στις παραδοσιακές φόρμες ή ακόμα και σε ελεύθερο στίχο. Αλλά έχω επίσης βρει πως όταν ο ποιητής γράφει θυμάμαι/θυμάσαι, τότε ψευτίζει: προσπαθεί να πείσει για μια εμπειρία και συγκίνηση που δεν υπήρξε. Μετά, πώς ακριβώς δυο βαθιές ρυτίδες τυλίγανε το πρόσωπο; Δεν είναι φαρδιές για να τυλίξουν… Και πώς “θυμάμαι/θυμάσαι (;)”, μα μετά δεν θυμάται αν ήσουν εσύ, εγώ, η Αντιγόνη κλπ. Και γιατί κόβεται η γραμμή στο “ήταν”; Τέλος πάντων αυτό το απόσπασμα (α) έχει κάποιο νόμιμα αλλά αβέβαιο. Το επόμενο πώς συγκρίνεται;
Αυτή η κάμαρα έχει γίνει ένα βαθύ πηγάδι.
Η λάμπα είναι ένα αστέρι καρφωμένο στο νερό.
Το παιδικό κρεβάτι στη θέση του, και πότε πότε
αστράφτουν με ημικύκλιες ανταύγειες τα σεντόνια
καθώς, πάνω ψηλά, στην επιφάνεια του νερού
πέφτουν σαν άχυρα οι ώρες αβαρείς και αργόπορες
χαράζοντας το νερό με αδιόρατους κύκλους.
Εδώ ο ποιητάρης δίνει μια φοβερά συγκεχυμένη εικόνα. Πώς είναι καρφωμένη μια λάμπα (σαν αστέρι) στο νερό; … Πώς αστράφτουν με ανταύγειες τα σεντόνια;… Πώς πέφτουν (σαν άχυρα!) οι ώρες αβαρείς και χαράζουν το νερό με αδιόρατους κύκλους;… Τι είναι αυτό το νερό;…
Δυστυχώς υπάρχουν και πολύ χειρότερα. Τώρα, ο Σεφέρης και άλλα μέλη του ποιητικού κύκλου μπορεί να νομίζουν, να ισχυριστούν και να προσπαθήσουν να μας πείσουν (και σίγουρα πείθουν όμοια μυαλά), πως αυτά τα σκαριφήματα έχουν την ποιότητα των Δημοτικών Τραγουδιών. Μπορεί, λέω. Αλλά θα πρέπει να μας το δείξουν αυτό με καθαρές αναλύσεις και όχι με μεγαλοστομίες περί τέχνης για την τέχνη, ωραιότητας, πνευματικότητας, ποιητικό και άλογο ή έλλογο και παρόμοια.
Ανάλυση σημαίνει κάτι περισσότερο από προσδιορισμό ή εντοπισμό του μέτρου και των σχημάτων λόγου, όπως γίνεται συνήθως. Δεν αρκεί να μιλάς για ποιητικά στολίδια. Ούτε να προσδιορίσεις το ιαμβικό ή αναπαιστικό μέτρο, ας πούμε. Πρέπει επίσης να διαπιστώσεις κατά πόσον αυτό ταιριάζει και προωθεί ή, τουλάχιστον, στηρίζει το νόημα. Πάνω από όλα πρέπει να εντοπισθούν οι μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις κλπ. και να εξετασθούν στο φως της Αντικειμενικής Αντιστοιχίας, κατά πόσον όντως σχετίζονται φυσικά και αρμονικά με τη γνώριμή μας πραγματικότητα κι έχουν νοηματική αλληλουχία.