1. Συχνά οι αρετές και τα ελαττώματα ενός ποιητή βρίσκονται
σε μικρογραφία όλα μαζί σε μία στροφή ή ένα μικρό ποίημα. (Η δύναμη και οι
αδυναμίες ενός ζωγράφου θα παρατηρηθούν στον ίδιο αντιπροσωπευτικό πίνακά του,
όπως κι ενός γλύπτη σε ένα γλυπτό του ή ενός συνθέτη σε μία σύνθεσή του.)
Ας δούμε τώρα τον Σεφέρη:-
Ρόδο του ανέμου γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Αυτή η στροφή από το Β΄ μέρος, Ερωτικός Λόγος (για δύο
μάλλον άτυχους ερωτευμένους), αντιπροσωπεύει όχι μόνο την πρώιμη αλλά και την
ώριμη ποίηση του Σεφέρη. Mια σοβαρή διαφορά στην κατοπινή του ποίηση μου
φαίνεται μια απώλεια απλότητας και καθαρού (σε ποιητικό πλαίσιο, βέβαια)
νοήματος.
2. Το «ρόδο» είναι φυσικά το γνωστό μας τριαντάφυλλο αλλά
εδώ γίνεται σύμβολο. Ο Γ. Σ. το χρησιμοποιεί στην αρχή αρχή του ποιήματος «Ρόδο
της μοίρας γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις…» και στην τελευταία στροφή «Ρόδο
άλικο του ανέμου και της μοίρας». Αλλά το βρίσκουμε και σε άλλα ποιήματα και
στον τελευταίο στίχο στο Τρία Κρυφά Ποιήματα «καρφώθηκε ο ήλιος/ στην καρδιά
του εκατόφυλλου ρόδου». Ως σύμβολο παραπέμπει στο μεσαιωνικό και παγκόσμιο
σύμβολο που αντιπροσωπεύει τον κόσμο, τη μοίρα, την Παναγία Φανερωμένη, τον
έρωτα κλπ.: rosa mundi ‘ρόδο του κόσμου’ (και το γυναικείο όνομα Rosamund).
Χρησιμοποιεί και άλλα πιο προσωπικά και λιγότερο εύληπτα σύμβολα.
Εδώ το «ρόδο του ανέμου» είναι μάλλον αόριστο και ατυχές,
διότι δεν μπορεί να σχηματίσει μια σταθερή, καθαρή εικόνα ή έννοια στον νου
μου. Το τριαντάφυλλο δεν έχει, δεν εκπέμπει άνεμο αλλά, το αντίθετο,
(ταρα)κουνιέται ή και μαδάει στον άνεμο που φυσάει ανεξάρτητα. Το ρόδο
«γνώριζε» (προσωποποίηση τώρα) και «ανέγνωρους» μας πήρε, αλλά συνήθως είναι ο
άνεμος που «παίρνει» (= παρασέρνει). Μπορεί βέβαια η ομορφιά ενός ρόδου να μας
«πάρει το μυαλό», μα μόνο στιγμιαία, διότι τέτοιες εντυπωσιακές ομορφιές
συναντώνται παντού: δεν μας παίρνει τόσο αποφασιστικά και τελεσίδικα όπως λέει
το ποίημα. Εδώ λοιπόν, στη φράση «ρόδο του ανέμου» αναγνωρίζω την πρόθεση του
ποιητή μα δεν πείθομαι: υπάρχει ασάφεια. Και αυτή είναι μια ατέλεια στην
εξαίρετη αυτή στροφή.
Aλλά – και είναι μεγάλο αλλά – «ρόδο των ανέμων» (ή «τριαντάφυλλο
του αέρα») λέγεται και το αστερωτό σχήμα με 32 μύτες (ή ακτίνες) που βρίσκεται
σε πυξίδες ή σε μια γωνία (ή άκρη) ενός
ναυτικού χάρτη δείχνοντας τις
κατευθύνσεις του ορίζοντα. Έτσι κι εδώ έχουμε μια αναφορά στη μοίρα που με τους
ανέμους «παίρνει» τους ανθρώπους και καθορίζει την τύχη τους, συχνά σε
απρόσμενες, αντίξοες συνθήκες.
Πόσοι όμως γνωρίζουν τη σημασία αυτής της φράσης ;…
Δυστυχώς ο κ. Σαββίδης, ο επιμελητής της
8ης έκδοσης των Απάντων του Σεφέρη
(Ίκαρος, 1972), δεν δινει μια επεξηγηματική σημείωση στο τέλος, όπως
κάνει με άλλες λέξεις.
Βέβαια, το «ρόδο του ανέμου», το ακτινωτό σχήμα, δεν έχει
άμεση συγκινησιακή επίδραση όπως ο ήχος της φράσης: είναι ένα διανηοτικό
σχήμα λόγου. Έτσι δεν λειτουργεί ποιητικά.
3. Το ρόδο γνώριζε και τους συν-επήρε, αλλά αυτοί ήταν
ανέγνωροι (= ανήξεροι). Όπως ο πρώτος πρώτος στίχος του σύνολου ποιήματος λέει
πως το ρόδο προσπαθούσε να πληγώσει –«κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο
σπαθί»- έτσι κι εδώ υπάρχει ο υπαινιγμός πως το ρόδο τους εξαπάτησε. Πώς, πότε;
Την ώρα που ο λογισμός (= η σκέψη) θεμέλιωνε (= έβαζε τα
θεμέλια για) γιοφύρια. Οι δύο ερωτευμένοι στο φούντωμα της αγάπης νομίζουν πως
θα μείνουν μαζί και θα ευτυχήσουν. Τα «γιοφύρια» είναι το μέσο που θα ενώσει
τις ζωές τους. Μα υπάρχει και ο συνειρμός που συνδέει με το Γιοφύρι της Άρτας,
όπου η γυναίκα του πρωτομάστορα έπρεπε να θυσιαστεί! Έτσι έχουμε δεύτερη
υπόνοια πως δεν θα πάει κατ’ ευχή αυτός ο έρωτας.
Η σκέψη έφτιαχνε γιοφύρια «να πλέξουνε τα δάχτυλα και να
διαβούν δυο μοίρες». Οι «μοίρες» είναι μεταφορά για τους δύο ερωτευμένους: οι
δυο ζωές, ήδη προ-αποφασισμένες (= μοίρες/ πεπρωμένα/ τύχες). Η εικόνα εδώ
δείχνει δυο νέους χέρι-χέρι (πλεγμένα δάχτυλα) να διαβαίνουν ένα γιοφύρι,
περνώντας πάνω από κάποιο χάσμα (= δυσκολίες του κόσμου) ή ποτάμι (= ρέμα της
ζωής).
Αφού διαβούν, οι δυο μοίρες ενωμένες «χύνονται» στο χαμηλό
κι αναπαμένο φως – μάλλον της δύσης. Με άλλα λόγια ενώνονται σε μια μεγαλύτερη
ζωή φωτός που όμως δεν έχει πια έντονη κίνηση. Το ρήμα «χυθούν» είναι κάπως
παράξενο αφού συνδέεται με κάτι ρευστό ή κίνηση αέρα ή φωτιάς. Η «μοίρα», η
ζωή, είναι ρευστή αλλάζοντας συνεχώς από ένα περιστατικό σε άλλο, μια κατάσταση
σε άλλη. Ίσως, όμως, κι η ιδέα του ποταμού κάτω από το γιοφύρι να υποβάλει τη
ρευστότητα. Μετά, έχουμε την ομοήχηση/ παρήχηση του «χ» στη φράση «χυθούν στο
χαμηλό».
Εκτός από τη δυσκολία με το «ρόδο του ανέμου», πουθενά δεν
υπάρχει διάσταση μεταξύ φράσεων και πραγματικότητας στο πλαίσιο της ποιητικής
τέχνης: υπάρχει Αντικειμενική Αντιστοιχία με ευρύτερους και σχετικά
ευδιάκριτους συνειρμούς.
Όλη αυτή η ανάλυση γίνεται γοργά, αυτόματα στο νου ενός
αναγνώστη που έχει εξοικείωση με την ποίηση.
4. Ο Γ. Σ. θέλει, λέει, να μιλήσει απλά, να του δοθεί αυτή η
χάρη (Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, 16) αλλά, παρά την ωραία ροή των στίχων,
δεν το καταφέρνει. Ό,τι και να λένε οι ποιητικοί κύκλοι (ντόπιοι και ξένοι)
είναι δύσκολο να καταλάβω εγώ τι λέει στα περισσότερα ποιήματά του. Και νομίζω
πως υπάρχει στην ποίησή του και μια τάση εφετζίδικη, μα ηπιότερη από εκείνη του
Ελύτη. Αλλά δεν θα επεκταθώ διότι δεν έχει νόημα. Είναι πιθανό το φταίξιμο να
ανήκει σε μένα μόνο. Αλλά θα προσθέσω πως συχνά αναδύονται στίχοι μεγάλης
ομορφιάς – αλλά μόνο στίχοι ή μικρές φράσεις ή μικρά αποσπάσματα.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε.
(Με τον τρόπο του Γ.Σ., 2-4)
Το «πουκάμισο του Κενταύρου» προσωποποιείται (ως γυναίκα
ίσως) κι έτσι «γλιστρούσε» μέσα από τις φυλλωσιές για να «τυλιχτεί» στο κορμί
του ποιητή. Είναι η έντονη ζέστη, η ακτινοβολία του ήλιου, που τον τύλιγε και
τον βασάνιζε, όπως το χιτώνιο, το οποίο η Δηιάνειρα, γυναίκα του Ηρακλή, έδωσε
στον ημίθεο μη ξέροντας πως το αίμα του κενταύρου Νέσσου, με το οποίο ήταν μουσκεμένο,
ήταν δηλητηριασμένο : αυτό τώρα τον έκαιγε και δεν μπορούσε ο ήρωας να βρει
ανακούφιση και θεραπεία, παρά μόνο πεθαίνοντας στην πυρά – αυτή είναι η υπόνοια. (Η πρώτη γραμμή αυτού του ποιήματος λέει –
«Οπου και να τξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» : εδώ με τη ζέστη αλλά και με τις
αναμνήσεις του μυθολογικού τραγικού περιστατικού, τα οποία αφθονούν στην
παράδοσή μας.)
Μετά, η θάλασσα τον «ακολουθούσε». Εδώ η προσωποποίηση της
θάλασσας αιφνιδιάζει, ωσότου κατανοήσουμε πως θέλει να πει ότι από όποιο σημείο
κι αν κοιτούσε καθώς ανέβαινε, έβλεπε τη θάλασσα.
5. Ας κοιτάξουμε άλλο ένα: «Τελευταίος σταθμός».
Το
αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τα άστρα εδώ γίνονται μεταφορικά ένα αλφαβητάρι, μία γλώσσα
που μπορεί να διαβαστεί και να δώσει κάποια νοήματα.
Από πανάρχαιους χρόνους άνθρωποι, καραβάνια, καράβοκύρηδες κοιτούσαν
τα άστρα, κυρίως τον Πολικό, για να παίρνουν τη σωστή κατεύθυνση στη μετακίνησή
τους. Πίστευαν επίσης, και πολλοί πιστεύουν και στις μέρες μας, πως οι
αστερισμοί επηρεάζουν τον χαρακτήρα και τη ζωή μας κι αποφασίζουν την τύχη μας:
οι αστρολόγοι μελετούν τα ζώδια κλπ. και λένε τη μοίρα κάποιου ενδιαφερόμενου
με βάση την ημερομηνία και την ώρα της γέννησής του. Η γλώσσα αυτή των άστρων
μιλάει για επικείμενες εξελίξεις στη ζωή.
Όμως εδώ ο ποιητής επεκτείνει αυτή την ανάγνωση για όλη και
κάθε εκτίμηση των γεγονότων. Επειδή η προσέγγισή μας είναι υποκειμενική
«συλλαβίζουμε» το αλφαβητάρι αυτής της γλώσσας ανάλογα με την κατάστασή μας.
Εδώ η κατάσταση είναι η κούραση στο τέλος της ημέρας. Αν όμως αλλάξουμε
διάθεση, θα διαβάσουμε τις εξελίξεις «πιο καθαρά», πιο σωστά.
6. Υπάρχουν πολλά τέτοια δείγματα. Δυστυχώς δεν
ξανασυναντάμε τη μαεστρία του καλοδουλεμένου δεκαπεντασύλλαβου που βρίσκουμε
τόσο άφθονα στο Ερωτικός Λόγος να δημιουργεί ένα ολόκληρο ποίημα.
Ο αληθινός ποιητής υποχώρησε, δίνοντας θέση στον άνθρωπο των
γραμμάτων, σκοτεινό και αφοριστικό – που ίσως είχε για πρότυπό του ξένους
ποιητές όπως ο Έλιοτ.
Παίρνω για παράδειγμα το Ι’ Θερινό Ηλιοστάσι:
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
στο γλυκοχάραμα της μέρας
είδα τα χείλια που άνοιγαν
φύλλο το φύλλο.
Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό.
Φοβήθηκα μην τα θερίσει.
Εδώ κάθε ξεχωριστός στίχος υπόσχεται πολλά με τη λυρικότητά
του. Όμως η διαδοχή ως σύνολο απογοητεύει – κι ας γράφουν τόμους και τόμους οι
ποιητικοί κύκλοι. Τα όνειρα δεν αληθεύουν ούτε στο χάραμα της μέρας, ούτε άλλη
ώρα. Μετά, πόσα «φύλλα» έχουν «τα χείλια» καθώς ανοίγουν;… Αλλά εκεί που
ολοφάνερα ψευτίζει το ποίημα είναι το «Φοβήθηκα…»: πολύ φοβάμαι κι εγώ πως ο ΓΣ
δεν φοβήθηκε καθόλου.
Ευτυχώς,όμως, πού και πού αναδύεται η ποιητική μαεστρία με
γνήσιο συναίσθημα όπως το Η’ ( «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης)» πάλι από το Θερινό
Ηλιοστάσι. Αλλά αυτές είναι αραιές
στιγμές.
4 Comments
Ανώνυμος
γιατί αναφέρεστε σε "μάλλον άτυχους ερωτευμένους"; έχετε την καλοσύνη να υποδείξετε το σημείο που υπονοείται αυτό στο ποίημα;
Νικόδημος
Αγαπητέ Ανώνυμε, ευτυχώς που έχω τον δικό σας αντίλογο!
Οι εραστές είναι “άτυχοι” στο ότι για λόγους που ούτε οι ίδιοι καλο-καταλαβαίνουν χωρίζουν. Αυτό από τις υπόνοιες στις στροφές Α1 (να μας πληγώσεις… έτοιμο σπαθί”), Β3 (“Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα”), β4 (αθάλη… στάχτη), γίνεται φανερό στις Γ4 (πόνος), Γ9 (η αγάπη μας λιγοστεύει), Δ1 (του χωρισμού πλοκάμια), Δ5 (Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια)…
Νομίζω αυτά φθάνουν…(Είναι και ο όλος τόνος – και η μαρτυρία της αδελφής του ότι ο ποιητής είχε μια άτυχη ερωτική περιπέτεια στα νιάτα του, πριν το ποίημα! Μάλλον πρέπει να διαβάσετε περισσότερο.)
Ανώνυμος
Αγαπητέ Νικόδημε
ευχαριστώ για την επισήμανση. Έχετε δίκιο, αυτό φαίνεται συνολικά, και ο ποιητής όντως είχε μια άτυχη περιπέτεια εξ αποστάσεως περισσότερο, το αναφέρει και ο Μπίτον. Τυχερός πάντως είναι ένας έρωτας που υμνήθηκε από έναν τέτοιο βάρδο και τυχεροί κι εμείς που το διαβάσαμε.
Γόρδιος
Αξιότιμε Νικόδημε,
Το παρόν σχόλιο δεν σχετίζεται τόσο με τον Γ.Σ. αλλά με την κύρια μέθοδο ανάλυσής σας, την Αντικειμενική Αντιστοιχία (ΑΝ.ΑΝ.).
Στην Ποίηση ΙΙΙ αναφέρατε ότι η ΑΝ.ΑΝ. “επιτάσσει τα σχήματα λόγου και οι φράσεις να έχουν αντιστοιχία με φαινόμενα, πράγματα ή πρόσωπα της πραγματικότητας έτσι όπως όλοι μας συνήθως την αντιλαμβανόμαστε”.
Οι ποιητές ενίοτε χρησιμοποιούν ως βάση τους άλλες “πραγματικότητες”. Για παράδειγμα η κ. Κ. Δημουλά στο ποίημα “Πληθυντικός αριθμός” (Επί τα Ίχνη – 1963) γράφει (α’ στροφή):
“Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.”
Εδώ (και στις λοιπές στροφές του ποιήματος) η ποιήτρια παίζει με γραμματικούς όρους προσδίδοντας τους διαφορετικά νοήματα από αυτά που κατ’ αρχήν σημαίνουν και δεν χρησιμοποιεί φαινόμενα της πραγματικότητας. Κατά την γνώμη σας η ανωτέρω γραφή πληροί το κριτήριο της ΑΝ.ΑΝ.;