1. Στα δύο προηγούμενα άρθρα μου τόνισα τη σπουδαιότητα της χρήσης της μεταφοράς, που είναι από τους πιο κοινούς πόρους της καλής Ποίησης.
Χρησιμοποίησα το απόσπασμα –
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό/Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες…
όπου και οι τρεις μετοχές λειτουργούν ως μεταφορές. Σε κάθε περίπτωση υπονοείται μια συμπιεσμένη παρομοίωση (άλλος κοινός πόρος της ποιητικής τεχνικής): σαν ή μοιάζω να πίνω… διαβάζω… δρασκελίζω.
Η μεταφορά είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την παρομοίωση διότι λειτουργεί άμεσα, πιο οικονομικά και πιο εντυπωσιακά. Υπάρχει και η προσωποποίηση όπου ένα φαινόμενο ή πράγμα παρουσιάζεται και δρα ως άνθρωπος όπως στον στίχο “Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη” όπου και ο Έρωτας και ο “ξανθός Απρίλης” είναι προσωποποιήσεις.
2. Πίσω ή κάτω από τις μεταφορές, παρομοιάσεις και προσωποποιήσεις, λειτουργεί και στηρίζει αυτά τα σχήματα λόγου, ή τα υπονομεύει, μια απόλυτη ποιητική δύναμη ή Αντικειμενική Αντιστοιχία.
Ακόμα βασικότερο στοιχείο στην Ποίηση (και πάντα εννοώ μέτρια, καλή κι εξαίρετη, αλλιώς θα γράφω “κακή ποίηση”) είναι το νόημα. Μπορεί αυτό να εκφράζεται ελλιπώς ή αινιγματικά, όμως πρέπει να υπάρχει και να μπορεί να γραφτεί σε ξεκάθαρη πρόζα. Η ακόλουθη γραμμή
Ποτάμι σαν πατάτα πανικοβάλλει την πλώρη πανοπλία
έχει κάποια συντακτική δομή και την ομοηχία του «π» αλλά είναι α-νοησία. Μπορεί ο Ελύτης να γράφει “Ελθεδέτε Κύνθια/ πρόσμερο αθιβαδίτε τον έννερον” αλλά η γραμμή παραμένει ανοησία. Τη χρησιμοποίησε μάλλον για να σοκάρει και να ξυπνήσει τον αναγνώστη.
Νόημα είναι απαραίτητο και στην ποίηση.
Η Αντικειμενική Αντιστοιχία προάγει και μεταδίνει νόημα.
3. Η Αντικειμενική Αντιστοιχία επιτάσσει τα σχήματα λόγου και οι φράσεις να έχουν αντιστοιχία με φαινόμενα, πράγματα ή πρόσωπα της πραγματικότητας έτσι όπως όλοι μας συνήθως την αντιλαμβανόμαστε.
Στο παράδειγμά μου στο § 2, το ποτάμι δεν είναι σαν πατάτα και ούτε το ποτάμι ούτε η πατάτα πανικοβάλλει.
Στον στίχο “Πίνοντας ήλιο Κορινθιακό” υπάρχει ΑΑ διότι ξέρουμε πως απορροφούμε με το δέρμα μας (ή τους πόρους του) το φως του ήλιου και αυτό είναι όπως όταν απορροφούμε νερό ή κρασί με το στόμα μας. Ο ήλιος υποδηλώνει το φως, ή την ακτινοβολία, που πέφτει ακατάπαυστα σαν υγρό στοιχείο. Τέλος, η Κορινθία έχει πολύ ήλιο, δηλαδή ηλιόφως.
Έτσι σε αυτό τον στίχο η ΑΑ ικανοποιείται πλήρως.
4. ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
Εδώ έχουμε δύο μεταφορές – τα επίθετα ‘τετράγωνο’ και ‘θαμμένο’. Το “τετράγωνο” (σχετικά αδύναμη μεταφορά) υπονοεί απλό τετραγωνικό ή κυβικό, δίχως πολλούς ορόφους και βεράντες ή μπαλκόνια: ένα μικρό σπίτι (=σπιτάκι) μάλλον σε χωριό ή νησί. Το επίθετο “θαμμένο” είναι μια τολμηρή μεταφορά και υπονοεί, βέβαια, μια συμπιεσμένη παρομοίωση όπου λείπει το “σαν, μοιάζει με, όπως”. Έτσι το σπιτάκι μοιάζει να είναι “θαμμένο” – γιατί αν ήταν όντως θαμμένο δεν θα φαινόταν καθόλου (όπως ένας σπόρος ή ένας νεκρός θαμμένος μέσα στη γη). Το σπίτι μόνο μεταφορικά είναι θαμμένο.
Κυριολεκτικά είναι αλειμμένο ή βαμμένο από πάνω ως κάτω ασβέστη – όπως συνηθίζεται σε σπίτια σε μερικά χωριά ή, συχνότερα, νησιά.
Αλλά γιατί “θαμμένο”;… Διότι ο ποιητής θέλει να υποδείξει κάτι πρόσθετο χωρίς να χρησιμοποιήσει πρόσθετες λέξεις. Εδώ επειδή το θάψιμο αναφέρεται κυριολεκτικά πρωταρχικά σε νεκρούς, υπονοείται πως η ζωή στο σπίτι έχει (σχεδόν) νεκρωθεί. Με άλλα λόγια, το σπίτι έχει εγκαταλειφθεί ή, πολύ πιθανότερο, αφού είναι πλήρως ασβεστωμένο, κατοικείται αλλά η ζωή μέσα σε αυτό είναι πολύ περιορισμένη, σχεδόν ανύπαρκτη.
Έτσι εδώ το μεταφορικό (ή ποιητικό) επίπεδο έχει αντιστοιχία με το αντικειμενικό (ή κυριολεκτικό) επίπεδο. Αν ο στίχος έλεγε “βαμμένο με ασβέστη”, τότε θα είχαμε κυριολεξία, δηλαδή πρόζα. Αν έλεγε “χορτασμένο με ασβέστη”, θα είχαμε κακή ποίηση διότι τα σπίτια συνήθως δεν πεινάνε (για ασβέστη). Αν πάλι έλεγε “φορτωμένο με ασβέστη” θα είχαμε αδιάφορη ποίηση, διότι ένα σπίτι δεν είναι όχημα (ζώο, κάρο, αυτοκίνητο, πλοίο) ή δέντρο (με φύλλα, καρπούς, χιόνι).
Αυτός ο στίχος είναι του Σεφερη. Θα κοιτάξουμε εκτενέστερα το κομμάτι σε επόμενο άρθρο.
5. Στο κοτσάνι της νύχτας ή σελήνη σπάραζε.
Εδώ υπάρχουν δύο προσπάθειες για μεταφορές, το “κοτσάνι” και το ρήμα “σπάραζε”. Και οι δύο αποτυγχάνουν θλιβερά διότι δεν υπάρχει Αντικειμενική Αντιστοιχία.
Εκτός από το φεγγάρι βλέπουμε άστρα και σκοτεινιά στη νύχτα, ίσως και σύννεφα, όχι όμως κάτι που να μοιάζει με “κοτσάνι”. Ο ποιητής εδώ σκέφτεται τη νύχτα σαν κοτσάνι φυτού πάνω στο οποίο το φεγγάρι ανοίγει σαν μπουμπούκι σπαρταρώντας (σπαράζω, αμετάβατο = σπαρταρώ, λυπάμαι κατάκαρδα).
Αλλά τι θα μπορούσε να είναι αυτό το κάτι της νύχτας που μοιάζει με κοτσάνι, ή πως η νύχτα μπορεί να μοιάζει με κοτσάνι πάνω στο οποίο “σπαράζει” το φεγγάρι; Η μεταφορά (ή συμπιεσμένη παρομοίωση) δεν στέκει διότι δεν υπάρχει ΑΑ. Το ίδιο ισχύει και για το “σπάραζε”. Το φεγγάρι θα έμοιαζε να σπάραζε μόνο αν είχε κόκκινο χρώμα και κάποιο αραιό σύννεφο περνούσε δίνοντας μια εντύπωση κίνησης σπαρταρίσματος στο φεγγάρι. Αλλά το ποίημα δεν λέει ούτε υπονοεί κάτι τέτοιο.
Εδώ ο ποιητής επιβάλλει αυθαίρετα την εικόνα κοτσάνι (νύχτα) – μπουμπούκι (φεγγάρι) για να δείξει ίσως πως το φεγγάρι πονά με το ξάνοιγμά του ή θλίβεται με αυτά που βλέπει στη νύχτα.
Εδώ η ποίηση ψευτίζει – κι ας θεωρείται σπουδαίος ο ποιητής. Η γραμμή είναι του Ελύτη, όπως και οι τρεις πρώτες γραμμές – «Πινοντας ήλιο…» κλπ.
6. Να, ακόμα ένας ποιητής που προσποιείται ψευτίζοντας –
… πρωτοκοίταξες τη θάλασσα/ ανάμεσα σε δυο ήλιους
πρωινούς –ο ένας τρυνταφυλλένιος, ο άλλος μαύρος …
Κι εδώ ο ποιητής επιβάλλει ετσιθελικά την εικόνα δύο ήλιων το πρωί, ενώ στον κόσμο που όλοι γνωρίζουμε υπάρχει μόνο ένας ήλιος. Αλλά κι αν δεχθούμε με καλή θέληση πως υπάρχει μια αντανάκλαση κάπου που να μοιάζει με (δεύτερο) ήλιο, δεν μπορεί να είναι «μαύρος». Καταλαβαίνω την πρόθεση του ποιητή να δείξει την αντίθεση φωτεινό-σκοτεινό, καλό-κακό, στη ζωή. Αλλά ο συμβολισμός (γιατί ο μαύρος ήλιος εδώ ειναι σύμβολο, όχι μεταφορά) είναι αυθαίρετος. Δεν υπάρχει ΑΑ κι έτσι δημιουργείται καχυποψία. Το επίθετο «τριανταφυλλένιος» είναι κι αυτό αδύναμο. Δείχνει την αισιοδοξία του λουλουδού (που ίσως ανοίγει) αλλά ανήκει στα κλισέ της ποίησης. Είναι μια ρομαντική εξιδανίκευση, αφού ο ήλιος δεν έχει τίποτα το τριανταφυλλένιο. Τελικά ούτε τη θάλλασα τη βλέπουμε ανάμεσα σε δυο ήλιους – αλλα πάντα κάτω από το φως του ήλιου να στραφταλίζει ή να τον εμπεριέχει σαν χυμένο, λυωμένο χρυσάφι.
Ο ποιητής προσποιήται. Τίποτα δεν είναι αληθινό αίσθημα ή στόχαση. Ολα ψευτίζουν.
Ο Ρίτσος το κάνει αυτό συχνότατα. 0πως και στο ακόλουθο παράδειγμα –
Τα δυο χέρια σου, δετά γύρω στο γόνα της γαλήνης, φέγγουν…
Δεν υπάρχει ΑΑ. Η «γαληνη» προσωποποιείται και αυτό είναι θεμιτό. Αλλά η γαλήνη είναι μια κατάσταση – στη θάλασσα, στον νου, σε μια συγκέντρωση ανθρώπων ή ζώων, στην ατμόσφαιρα μιας αίθουσας ή εκκλησίας και παρόμοια. Με τι λοιπόν αντιστοιχεί το «γόνα»?…. Με τίποτα. (Προσέξτε και το γλωσσικό νάζι της ‘μαλλιαρής’, αντί το κανονικό «γόνατο» της Δημοτικής. Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί ακούραστα αυτό το ιδίωμα, νομίζοντας ίσως πως επιτυγχάνει κάτι σημαντικό ενώ απλούστατα χαλάει τη γλώσσα.). Πώς τώρα δένονται δυο χέρια γύρω από το (ανύπαρκτο) γόνατο της γαλήνης?… Δεν δένονται. Ο Ρίτσος προσπαθεί να μας δώσει μια εικόνα κατάνυξης, δέους, γαλήνης και παρόμοια, αλλά μας είναι αδύνατο να τη δούμε στη φαντασία μας – έστω κι αν τα χέρια «φέγγουν».
7. Κάποιος ενδεχομένως θα αναφερθεί στην «ποιητική ελευθερία». Αλλά ο όρος αυτός δεν σημαίνει ετσιθελισμό. Αλλιώς θα μπορούσαμε να έχουμε τα εκτρώματα τύπου «Ποτάμι σαν πατάτα…» κλπ. Ο όρος σημαίνει τη χρήση της γενικά αποδεκτής γραμματικής και σύνταξης αλλά με τις ελελευθερίες των γενικά αποδεκτών σχημάτων λόγου όπως η μεταφορά, η προσωποποίηση, η υπερβολή κλπ – πάντα όμως υπό την αθέατη παρουσία της Αντικειμενικής Αντιστοιχίας όπως στα δείγματα στο §1 και §4 πιο πάνω.
Θα επανέλθω.