Για τον Νίκο Φωκά που απεβίωσε 27/7/21 “ο κόσμος είναι εξαρχής και αμετάκλητα τραγικός, και πάνω σε αυτήν ακριβώς τη μεταφυσική τραγικότητα γεννιέται η ποίηση.” Επιγράφει ο Στ. Ζουμπουλάκης “Η ποιητική κληρονομιά ενός παραγνωρισμένου…” (Καθημερινή Κυριακής 8/8/21) για τον Νίκο Φωκά. Και ως απόδειξη δίνει το απόσπασμα –
Είναι μια μήτρα που βγάζει γύπες, γενιά προς γενιά.
Μ’ όλες τις λεπτομέρειες απαράλλακτες: τις αρπάγες, το ράμφος.
Είναι μια μήτρα που βγάζει γερανούς – κοινότατους, στερεότυπους γερανούς.
Αθώες είναι οι μήτρες, άβουλα σκεύη. Όποιος έπλασε τις μήτρες έχει την ευθύνη της τραγωδίας.
Οι 4 αυτοί στίχοι μόνο ποίηση δεν είναι. Μπορεί, όπως γίνεται συχνά, να το λένε “ποίηση” πολλοί, μα με ποια κριτήρια; Σε άλλους όπως και σε μένα μοιάζει με πρόζα κομμένη σε “ποιητικές” γραμμές. Διαβάζεται σαν πεζή σκέψη. Ναι, οι μήτρες είναι “άβουλα σκεύη” χρησιμεύει για σύμβολο συμπαντικό και στην περίπτωση εδώ, επιχειρεί να γίνει σύμβολο τραγωδίας. Μα δεν τα καταφέρνει. Δεν πείθει καθόλου. Διότι, πρώτον, εκτός από γύπες και γερανούς, η Φύση μας δίνει και αηδόνια, κορυδαλλούς, περιστέρια κλπ. Μετά, δεν προκαλούν τραγωδία οι γύπες (ή οι γερανοί!) με τα ράμφη και τα αρπακτικά νύχια τους. Οι γύπες ξεσκίζουν, τρέφονται με πτώματα συνήθως, όπως οι ύαινες.
Ο Νίκος Φωκάς θέλει να βρει τραγωδία και την εφευρίσκει μα είναι λάθος το σύμβολο. Και ο μάλλον επιπόλαιος κριτικός παρασύρεται από τη λέξη “τραγωδία” και την όλη ρηχή σκέψη και μιλά για ποίηση και μεταφυσική τραγικότητα, δίχως καμιά ανάλυση!
Ακόμα και ως πρόζα, η γραφή είναι κακή. Οι γραμμές δεν έχουν ρυθμό, μα ούτε κανένα άλλο ποιητικό γνώρισμα, πέρα από τη φράση “άβουλα σκεύη” – ούτε μια εικόνα, μια παρομοίωση, μια παρήχηση.
Διάβασα το άρθρο γιατί μου κίνησε την περιέργεια το απόσπασμα του ίδιου του Νίκου Φωκά πως “ο συναισθηματισμός δεν είναι αίσθημα, είναι η απομίμηση του αισθήματος, είναι η απάθεια που υποκρίνεται το πάθος, είναι ακριβώς η ψυχρότητα που προσποιείται τη θερμότητα”. Και συμφωνώ πλήρως (σχεδόν), με αυτή την άποψη, όπως έχω κι εγώ γράψει επαναληπτικά για τον “άρρωστο συναισθηματισμό”.
Το απόσπασμα είναι από το ποίημα “Γερανός και γύπας” σ.128 στο βιβλίο του Νίκου Φωκά Ποιητικές Συλλογές 1954 – 2000 (έκδ. ύψιλον/βιβλία 2002). Ο Ζουμπουλάκης παραθέτει άλλο ένα απόσπασμα που δείχνει τον Νίκο Φωκά να γράφει ποίηση “τραγικά ενίοτε μοναχική”. Είναι από το “Η κάθε μέρα ως θαύμα”, σ241:
“Ω η εκκλησιά τόσο κοντά κι εγώ να κάθομαι σπίτι. | Η πύλη της ανοιχτή κι εγώ να μην μπορώ να μπω. | Να χτυπούν οι καμπάνες | Κι εγώ να τις ακούω απ’ το γραφείο μου. | Να ψάλλονται τ’ αναστάσιμα | Κι εγώ να γράφω τη δική μου ποίηση!”
Κι εδώ έχουμε πρόζα όχι ποίηση. Υπάρχει εδώ μια ισορροπία επαναλαμβανόμενων αντιθέσεων στη σύνταξη. Μα πάλι δεν υπάρχει ιδιαίτερος ρυθμός: είναι σκέψεις που τρέχουν. Πάλι δεν υπάρχει έστω κι ένα σχήμα λόγου που θα έδινε κάποια αισθηματική (όχι συναισθηματική, ψεύτικη) ανάταση, κάποια έκλαμψη με υπαινιγμό βαθύτερου νοήματος.
Σίγουρα μόνο λίγοι άνθρωποι θα νιώθουν αυτή την αντίθεση (αν και με τα λοκντάουν λόγω πανδημίας δικαιολογούνται). Μα γιατί να είναι αυτό ποιητικό ή “τραγικά μοναχική”;
Διάβασα το “Παρτούζα” (ερωτικό οργιαστικό) πάλι δίχως την παραμικρή έκλαμψη αν και σ’ αυτό υπάρχει ρυθμός και κάποιες ρίμες. Τα “Ραδιόφωνο”, “Καφέ ζαχαροπλαστείο” και άλλα επιδεικνύουν την ίδια ποιότητα. Γιατί τώρα στο τελευταίο δίνεται η γραμμή “παρανομία σαν τη ζωή την ίδια” (1985) δεν καταλαβαίνω. Είναι μάλλον μια πόζα.