Σώτη Τριανταφύλλου
Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ είναι ένδειξη μιας θλιβερής παρακμής ―ιδιαίτερα στα μάτια όσων πίστευαν ή πιστεύουν στην αμερικανική δημοκρατία― αλλά η στάση του έναντι των διεθνών οργανισμών, αν και μοιάζει απερίσκεπτη, περιέχει ψήγματα λαϊκής σοφίας. Στο παρελθόν, η αμερικανική προεδρία έπαιρνε απερίσκεπτες αποφάσεις που τις παρουσίαζε ως απόρροια σοβαρών διαβουλεύσεων της κυβερνητικής ελίτ: στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, οι αποφάσεις απορρέουν, ολοφάνερα, από μια χαώδη κυβερνητική διάρθρωση χωρίς ισχυρισμό σχεδιασμού και σύνεσης. Και παρ’ όλ’ αυτά, η απόφασή του να αποσύρει την αμερικανική οικονομική συμμετοχή από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας μού φαίνεται δικαιολογήσιμη.
Πρόκειται για μια στάση που αν γενικευτεί, αν, λόγου χάρη, ο Ντόναλντ Τραμπ φτάσει στο σημείο να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, θα προσφέρει ευεργετική υπηρεσία στην Ευρώπη και στον κόσμο: όσο πιο απομονωτική είναι η αμερικανική πολιτική τόσο το καλύτερο για όλους μας, υπό τον όρον ότι η Ευρώπη θα φροντίσει τα σύνορά της, την οικονομική της αυτάρκεια έναντι της Κίνας και την ασφάλειά της μέσω ευρωπαϊκού στρατού και ευρωπαϊκού Συντάγματος. Μακρινά όλα τούτα, πράγματι.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ιδρύθηκε το 1948 μαζί με τον ΟΗΕ, λίγους μήνες πριν από το ΝΑΤΟ, με στόχο την προώθηση της παγκόσμιας υγείας· κυρίως, την προστασία των πιο ευάλωτων από τις λοιμώδεις ασθένειες. Όπως ήταν φυσικό, τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου γίνονταν προσπάθειες να βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής στον πλανήτη και να αποφευχθεί η επανάληψη φρικαλεοτήτων (η ίδρυση του Ισραήλ ήταν μια από αυτές τις προσπάθειες). Η σύσταση του ΠΟΥ, που αποτελούσε μέρος αυτού του πνεύματος ανοικοδόμησης, ήταν επίσης συνέχεια των διεθνών συνδιασκέψεων για τη δημόσια υγεία που είχαν γίνει στον 19ο αιώνα ―μια εποχή σημαδεμένη από λοιμούς: χολέρας, κίτρινου πυρετού, ευλογιάς, ελονοσίας, φυματίωσης, πανώλης. Σήμερα, το μεγαλεπήβολο αλλά μάλλον τελματώδες πρόγραμμα του ΠΟΥ περιλαμβάνει την επέκταση της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε ολόκληρο τον κόσμο, την προστασία των πληθυσμών από έκτακτες ανάγκες όπως οι επιδημίες, και, προπάντων, τη βελτίωση του επιπέδου υγείας μέσω της καλύτερης διαβίωσης, της καλύτερης ενημέρωσης, διατροφής και πρόληψης. Στην πράξη, όπως όλες οι μεταπολεμικές διεθνείς οργανώσεις, ο ΠΟΥ ― τον οποίον χρηματοδοτεί κουτσά-στραβά ο ΟΗΕ (4,8 δις το 2018-19, 7,7 δις το 2019-20: είναι πάρα πολύ λίγα χρήματα τα οποία ωστόσο καταφέρνουν να συντηρούν μια τρελή γραφειοκρατία)― μοιάζει συρρικνωμένος: ο ρόλος του έχει περιοριστεί στην έρευνα, στη συλλογή δεδομένων και στην εξαγγελία τεχνικών μέτρων για απειλές στην υγεία όπως ο Έμπολα και οι κορωνοϊοί των τελευταίων ετών. Παραλλήλως, συνεχίζει να προσπαθεί, αν και όχι αρκετά, να εκριζώσει την ελονοσία και την πολιομυελίτιδα με φάρμακα και εμβόλια.
Καλά όλα αυτά. Όμως κάτι δεν πάει καλά.
Ο Ντόναλντ Τραμπ παγώνει το αμερικανικό μερίδιο της χρηματοδότησης ―400 εκατομμύρια ετησίως: ένα ποσό που ο ίδιος ξοδεύει σε ένα μήνα― επειδή ο ΠΟΥ άργησε να κινητοποιηθεί για την επιδημία Covid-19 και κυρίως επειδή επηρεάζεται από την Κίνα· από την κινεζική προπαγάνδα κι από τις κινεζικές βλέψεις. Ο Αμερικανός πρόεδρος, μολονότι κάνει ό,τι κάνει για να ενισχύσει τη δημοτικότητά του στα λαϊκά, εθνικιστικά στρώματα, έχει δίκιο σε αμφότερα τα σημεία. Προσθέτω ότι είχε βάλει στο μάτι τον ΠΟΥ από νωρίτερα, στο πλαίσιο των περικοπών των αμερικανικών εισφορών στους διεθνείς οργανισμούς: τη στιγμή που ήθελε να μειώσει στο μισό την αμερικανική χρηματοδότηση, ο ΠΟΥ ζητούσε αύξηση ενός δισεκατομμυρίου για την αντιμετώπιση του Covid-19. Τόσο ο Τραμπ όσο και ο ο βραδυκίνητος, δειλός και φιλοκινεζικός ΠΟΥ άργησαν να αναγνωρίσουν την πανδημική φύση του Covid-19, αλλά τουλάχιστον ο Τραμπ απαγόρευσε εγκαίρως την επικοινωνία με την Κίνα (είναι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό.)
Στην ουσία, οι ΗΠΑ δεν θέλουν να έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους ώστε να κάνουν ό,τι τους κατεβαίνει σ’ αυτό το κεφάλι. Το δεύτερο στοιχείο που τις απωθεί στον ΠΟΥ είναι ότι οι επικεφαλής του προέρχονται από διάφορες εξωτικές χώρες ― η Μάργκαρετ Τσαν από το Χονγκ Κονγκ, ο Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγιέσους από την Αιθιοπία, η Σούμυα Σουαμινάθαν από την Ινδία ― άρα, ίσως είναι μεροληπτικοί υπέρ αντιαμερικανικών δυνάμεων. (Εξίσου δύσπιστοι ήταν οι Αμερικανοί έναντι των επικεφαλής του ΟΗΕ με την επίσης εξωτική καταγωγή και τα προσφυώς ακαταλαβίστικα ονόματα ―Μπαν Κι-Μουν, Μπούτρος και ξανά Μπούτρος Γκάλι: οι γνωστές εκδηλώσεις του αμερικανικού επαρχιωτισμού). Το τρίτο στοιχείο, που συνδέεται με το δεύτερο, είναι ότι ο ΠΟΥ εστιάζει, εξ ορισμού, την προσοχή του τις περιοχές του κόσμου όπου οι ασθένειες επιδεινώνονται από τη φτώχεια, το κλίμα, τις ελλείψεις σε πόσιμο ύδωρ, την απουσία συστήματος περίθαλψης. Άρα, τι μας νοιάζει; Σ’ αυτό το «τι μας νοιάζει» η αμερικανική προεδρία κάνει τερατώδες λάθος.
Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να υπερασπιστούμε τον ΠΟΥ: επί Μάργκαρετ Τσαν τα θαλάσσωσε με την επιδημία του Έμπολα, κι όσο για τη γρίπη, η κ. Τσαν δήλωσε με ειλικρίνεια ότι ήμασταν τυχεροί που ο ιός της γρίπης δεν έγινε φονικός. Όσο για την πολιτική του έναντι της Κίνας, η οποία ευθύνεται φυσικά για πολλές ιικές επιδημίες, είναι ομολογουμένως ασπόνδυλη: αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι πιθανότατα η ανοιχτή ρήξη με τους Κινέζους θα εμποδίζει ακόμα περισσότερο την ανταλλαγή επιστημονικών πληροφοριών και τη γενικότερη συνεργασία. Τούτου λεχθέντος, είναι φανερό ότι οι ηγεσίες του ΠΟΥ κάνουν όλα τα χατίρια του Σι-Τζινπίνγκ: μεταξύ άλλων, εμποδίζουν τη συμμετοχή της Ταΐβάν (την οποία η «λαϊκή» Κίνα επιμένει να ονομάζει «Κινεζική Ταϊπέι») και δεν αναδεικνύουν καμιά από τις επιτυχίες της στον τομέα της υγείας. Αντιθέτως, χειροκροτούν ό,τι κάνει κι ό,τι δεν κάνει η «λαϊκή» Κίνα, Ο Τέντρος Αντάνομ διατηρεί μια ευαίσθητη διπλωματική ισορροπία τόσο με τους Κινέζους ―λες και φοβάται μήπως ξυπνήσει το κτήνος― όσο και με Αφρικανούς δικτάτορες όπως τον πολύ σκληρό για να πεθάνει Ρόμπερτ Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε (Τελικά, πέθανε και λύθηκε το πρόβλημα της εγγύτητας με τον Αντάνομ). Με λίγα λόγια, ο Αντάνομ προσπαθεί να πλησιάσει ηγεσίες αδιαφανείς και δυσανεκτικές στην κριτική με συνέπεια να γίνεται υποχείριό τους.
Σε επίπεδο διαχείρισης υπάρχουν επίσης πολλά προβλήματα: παρά τον μικρό προϋπολογισμό του οργανισμού, τα λειτουργικά έξοδα είναι τεράστια (200 εκατομμύρια ετησίως για ταξίδια) κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι γραφειοκράτες καλοπερνάνε (το βλέπουμε και στην ΕΕ, το βλέπουμε και στον ΟΗΕ). Η Η κ. Τσαν έμεινε σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Κονακρί με τιμή 1.000 δολάρια την ημέρα: το ότι υπάρχει τέτοιο ξενοδοχείο στη Γουινέα είναι από μόνο του σκανδαλώδες.
Πολλά είναι όσα θα έπρεπε κι όσα θα μπορούσαν να αλλάξουν· ίσως η προεδρία Τραμπ να πυροδοτήσει ανατροπές μόνο και μόνο με την κακοκεφαλιά της. Το σωστό θα ήταν η ενίσχυση, όχι η αποδυνάμωση του ΠΟΥ· η μεταρρύθμισή του. Για παράδειγμα, ο ΠΟΥ δεσμεύεται, με συμφωνία του 1959, να μην ερευνά τις επιπτώσεις της πυρηνικής ενέργειας στην υγεία, πράγμα που τον αφόπλισε στην περίπτωση του Τσέρνομπιλ και του Φουκουσίμα. Να κάτι που πρέπει να αλλάξει. Μπορούμε επίσης να τον κατηγορήσουμε για ανημπόρια έναντι των πολυεθνικών τροφίμων σχετικά με τη ζάχαρη, τα συντηρητικά, τα βελτιωτικά, τα καρκινογόνα· αλλά βεβαίως δεν είναι αυτή η αλλαγή στάσης που θα τον κάνει δημοφιλέστερο στις ΗΠΑ. Υπό αυτή την έννοια, ίσως το στοίχημα του ΠΟΥ να είναι ακριβώς αυτό, το να μην είναι δημοφιλής στους Αμερικανούς ή στους Κινέζους: αν είναι δημοφιλής σημαίνει πως κάτι κάνει λάθος.
Πηγή: Athens Voice