Αλέξης Παπαχελάς
Ο πρωθυπουργός κέρδισε τον ΣΥΡΙΖΑ ύστερα από μια σκληρή μάχη. Τώρα πρέπει να κερδίσει τη μάχη του ξεριζώματος του παλαιοκομματικού DNA από το κόμμα του. Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Ο κ. Μητσοτάκης τόλμησε να τοποθετήσει σε ορισμένες καίριες θέσεις μη κομματικά στελέχη, με μοναδικό κριτήριο το αν μπορούν να κάνουν τη δουλειά που τους ανατέθηκε ή όχι. Αυτό προκάλεσε γκρίνια στον κύκλο των «γνωστών υπόπτων», οι οποίοι όταν η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται στην αντιπολίτευση κινούνται στα καφέ του Κολωνακίου, ανεβαίνουν παραδοσιακά στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και συμμετέχουν σε πηγαδάκια στα κομματικά συνέδρια.
Σε αντίθεση με τους εθελοντές και τα περισσότερα τοπικά στελέχη, βλέπουν την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία όχι ως μια ευκαιρία να αλλάξει η χώρα, αλλά να αναλάβουν οι ίδιοι κάποια θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Πρόκειται –δυστυχώς– για μια κουλτούρα που διαπερνάει όλα τα κόμματα εξουσίας. Η οποία έχει πραγματικό κόστος για τη χώρα. Ολοι μας πληρώνουμε ποικιλοτρόπως έναν άσχετο διοικητή νοσοκομείου ή ενός φορέα συγκοινωνιών.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει υπερπροσφορά επιτυχημένων από την αγορά για τις περισσότερες θέσεις, που έχουν μικρές απολαβές και πάρα πολλούς νομικούς και άλλους κινδύνους. Δεν μπορεί όμως να είναι αυτή η δικαιολογία για να συνεχισθεί η λογική του κράτους-λαφύρου, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ό,τι μπορούσε για να την εδραιώσει εκ νέου στα επίπεδα της καταραμένης δεκαετίας του 1980.
Οι πιέσεις θα είναι μεγάλες, όπως φάνηκε στην περίπτωση του πρωθυπουργικού γραφείου της Θεσσαλονίκης. Τα επιχειρήματα εναντίον της πρόσληψης κρατικών στελεχών μέσα από ανοικτούς διαγωνισμούς δεν είναι πειστικά.
Το εγχείρημα του μητρώου για την επιλογή νέων υποψήφιων βουλευτών έδειξε πόσο δύσκολη είναι η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού σε μια τόσο «κλειστή» κοινωνία.
Αποτυχημένοι πολιτευτές περιμένουν να βολευτούν κάπως, επικαλούμενοι το πόσο «προδομένοι» νιώθουν.
Με λίγα λόγια, «Δανία του Νότου» είναι πολύ δύσκολο να γίνουμε. Η μάχη που αξίζει όμως να δοθεί είναι για ένα μοντέλο διακυβέρνησης που θα είναι τουλάχιστον κατά το 30%-40% «δανέζικο» και το υπόλοιπο, παλιό καλό παλαιοελλαδίτικο…
Πηγή: Καθημερινή