Π68: Σεφέρης, ξανά

Π68: Σεφέρης, ξανά

- in Ποίηση
0

1.    Στα άρθρα Ποίηση VIII κι IX έγραψα για ορισμένες απόψεις της ποίησης και ποιητικής του Σεφέρη. Σήμερα θα εξετάσω αδυναμίες που παρουσιάζονται νωρίς στο Στροφή και συνεχίζουν ως τα τελευταία ποιήματα.

Το «Άρνηση» γνωστό ως «Περιγιάλι» μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη. Κανείς μας δεν το προσέχει πια ως ποίημα. Αρχικά λέει πως το περιγιάλι το κρυφό είναι «άσπρο σαν περιστέρι». Τα περιστέρια δεν είναι όλα λευκά, βέβαια, αλλά, τέλος πάντων, το λευκό τους είναι πράγματι εντυπωσιακό. Και το άσπρο χρώμα και το περιστέρι υπαινίσσονται αγνότητα, αθωότητα. Πολύ ωραία ως εδώ. Όμως στην 2η στροφή έχουμε την άμμο την ξανθή. Η άσπρη άμμος τώρα έγινε ξανθιά: μια μικρή αντίφαση (αν και θα μπορούσε να είχε αλλάξει το σκηνικό από μια σε άλλη ακρογιαλιά). Μετά, πήραμε τη ζωή μας λάθος/κι αλλάξαμε ζωή. Γιατί και πως ήταν λάθος;… Ίσα ίσα, επειδή οι συνθήκες είναι τέτοιες, συχνά οι νέοι αναγκάζονται να αλλάξουν ζωή,  καριέρα, τρόπους (να εναρμονιστούν με το «κατεστημένο») αφήνοντας αυτό που με πνοή και πάθος ήθελαν και ονειρεύτηκαν. Η αλλαγή είναι λάθος και αναπολούν, όχι χωρίς τύψεις, εκείνο που άφησαν: εδώ, αντίφαση με την πραγματικότητα της ζωής.

Στο «Η λυπημένη», που συναντιέται σε Ανθολογίες, βρίσκω ενοχλητική ασάφεια. «Κι είχες στο νου σου το σκοπό/που ξεκινά το δάκρυ»: σκοπός ‘στόχος’ ή ‘τραγούδι’; Πώς ακριβώς ξεκινά το δάκρυ από τον σκοπό;… Μετά, δεν εξηγεί πώς το κορμί από την άκρη γυρίζει στον καρπό: από ποια άκρη και σε ποιο καρπό γυρίζει;… Η τελευταία στροφή λέει πως ο πόνος της δεν βόγγηξε κι έτσι «εγίνη/το νόημα που στον κόσμο δίνει/ο έναστρος ουρανός». Πώς έγινε αυτό το θαύμα και ποιό είναι το νόημα του έναστρου ουρανού;… Αοριστίες.

Όμοια αοριστία βρίσκω και στο Το ύφος μιας μέρας: είναι μια σειρά από εντυπώσεις, θύμησες. Γραμμή 2 της πρώτης στροφής: ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου. Εγώ δεν έχω δει ποτέ άγγελο να φτερουγίζει (ή να υπάρχει έστω) και δεν ξέρω πώς ο αιθέρας παμπάλαιης στιγμής (απροσδιόριστης) μοιάζει με άγγελο. Μετά η 2.2 είναι σκέτη πρόζα: Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;

Η αντίφαση, η ασάφεια, το αινιγματικό, το πεζό – όλα μεγαλώνουν αργότερα.

2.    Με το Μυθιστόρημα και την εδραίωση του ελεύθερου στίχου παρουσιάζεται, δυστυχώς, και ασυναρτησία.

Το Κ’ Ανδρομέδα, μου αρέσει πολύ! Αλλά δεν καταλαβαίνω τη σύνδεση πολλών στίχων μεταξύ τους και με τον μύθο της Ανδρομέδας που σώθηκε από τον Περσέα.

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι/ όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου.

Ποια πληγή;… Πότε χαμηλώνουν τ’ άστρα και πώς συγγενεύουν μ’ ένα κορμί;… Μετά:

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως που θα
με παρασύρουν;/Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει
να την εξαντλήσει;…

Ως πού θα την παρασύρουν οι πέτρες;… Και γιατί θα πρέπει να εξαντληθεί η θάλασσα;… Να, ο Αισχύλος το έγραψε στον Αγαμέμνων αλλά τι μ’ αυτό;… Μετά πάλι:

βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη
των πεθαμένων.

Σίγουρα, κανείς δεν είδε ούτε θα δει τα δέντρα να κάνουν κάτι τέτοιο. Πώς βλέπει κανείς τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων; Είναι όντως μαύρη;

Ας πάρουμε και το σύντομο ΙΑ’.

Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι/μέσα στην
ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου/άπλωνε τις άσπρες του

        φτερούγες πάνω/στους μαύρους βράχους τα σχήματα των

        δέντρων και τα σπίτια/με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια.

Ναι, οπωσδήποτε, υποθέτω, η μνήμη ρίχνει φως αθωότητας ή ενθουσιασμού ή φιλόδοξου οράματος από τα μικράτα μας στο παρόν, αλλά πως παγώνει το αίμα σαν το φεγγάρι και μετά  απλώνει άσπρες φτερούγες;… Πώς, ακόμα και με ποιητική φαντασία, έχει φτερούγες το αίμα σε μια εικόνα;

3.    Τα γιαπωνέζικα Χαικού δίνουν απερίγραπτη απόλαυση ακόμα και σε μετάφραση – όπου δυστυχώς χάνουν τη λακωνικότητά και μουσικότητα του πρωτότυπου. Να ο Bashō από τον 17ο αιώνα: «Βάτραχος πηδά·/παλιά λίμνη σιωπηλή:/σπλας· πάλι σιγή//». Ακαριαίο. Και το άλλο: «Ω σαλιγγάρι,/σκαφάλωσε το Φούτζι/ αγάλι αγάλι//». Ειρωνικό.

Ο Σεφέρης μετατρέπει αυτό το τόσο καθαρό, παιχνιδιάρικο σύνεργο σε κάτι σκοτεινό, προβληματικό, καταθλιπτικό:

Στον κάμπο ουτ’ ένα/ τετράφυλλο τριφύλλι·/ ποιος φταίει απ’

τους τρεις;//
Να’ ναι η φωνή/ πεθαμένων φίλων μας/ ή φωνογράφος;//
Νύχτα ο αγέρας/ ο χωρισμός απλώνει/ και κυματίζει.//
Δεν έχει μάτια/ τα φίδια που κρατούσε/ της τρων τα χέρια.//

4.    Είναι πολλά άλλα που θα μπορούσα να κοιτάξω αλλά θα πάρω μερικές γραμμές από το Βασιλιάς της Ασίνης που θεωρείται σπουδαίος  σταθμός στην ποίηση (43-53):

υπάρχουν άραγε/ εδώ που συναντιέται το πέρασμα της
βροχής του αγέρα και της φθοράς/ υπάρχουν, η κίνηση
του προσώπου το σχήμα της στοργής/εκείνων που
λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας/ αυτών που
απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη
του πελάγου/ ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το
βάρος/ η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής/ εκεί
που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας/ σαν τα κλωνάρια
της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της
απελπισίας/ ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα
ξεριζωμένα μέσα στο βούρκο/ εικόνα μορφής που μαρμάρωσε
με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.

Ώσπου να φθάσεις στο τέλος έχεις, μάλλον, ξεχάσει την αρχή.(Η θεωρία πως η ποίηση πρέπει να ακούγεται είναι ορθή μόνο για προφορική ποίηση του καλού παλιού καιρού. Γραπτό σαν κι αυτό είναι δύσκολο ακόμα και να διαβαστεί 3-4 φορές!) Ξαναδιαβάστε, παρακαλώ….

Παίρνω δείγματα.

Το πέρασμα της βροχής και του αγέρα δεν συναντά τη φθορά αλλά την παράγει… Γιατί λιγόστεψαν τόσο παράξενα;.. (Αυτό το λιγόστεμα συμβαίνει εδώ και χιλιάδες χρόνια από καταβολής ανθρώπου!) Η  φράση απεραντοσύνη του πελάγου μοιάζει άσχετη… Μπορεί να υπάρχει μόνο το βάρος χωρίς το συναίσθημα της απώλειας;… Γιατί μένουμε ανυπόστατοι λυγίζοντας; Δεν ισχύει για όλους: αλλά εδώ έχουμε τη συνηθισμένη κατάθλιψη του Σ… Γιατί είναι φρικτή η ιτιά – ένα πανέμορφο δέντρο;… Πώς στην ευχή σωριάζονται τα κλωνάρια της ιτιάς μέσα στη διάρκεια της απελπισίας;… Τα κλωνάρια της ιτιάς βρίσκονται στην παρομοίωση (σαν), ενώ η απελπισία είναι (ανθρώπινη) κατάσταση του αφηγητή, όχι της ιτιάς…Και είναι η εικόνα μορφής που μαρμάρωσε τα κλωνάρια και τα βούρλα   μέσα στο βούρκο ή είναι κάποιου αγαπημένου;…

5.    Παίρνω το «Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» όπου η Νότιος Αφρική με τους νέγρους και τη δική της φύση σμίγει με την Οδύσσεια (την ανάγκη για την κατάβαση στον Άδη, συνομιλία με τους νεκρούς, ασκοί του Αιόλου, ο Ελπήνορ κλπ), τις εμμονές του Σ και τον Σολωμό στην τελευταία γραμμή (μια δομή που που θυμίζει πολύ το τέλος τoυ Waste Land του Έλιοτ).

Ή δεν τους βλέπεις [δηλ. τους συντρόφους του Οδυσσέα στο

παλάτι της Κίρκης];
– «Βοηθείστε μας!» – /Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.

Και κάπου στα δύο τρίτα διαβάζουμε:
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη/ έπειτα
έρχεται το αίμα/ κι η δίψα για το αίμα/ που την κεντρίζει/ το
σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.

Αν θέλουμε το πιστεύουμε… Πώς έρχεται το αίμα μετά την αγάπη και ποιό είναι το σπέρμα του κορμιού “καθώς τ’ αλάτι”;

Ο Ελπήνωρ ξαναεμφανίζεται στο β’ μέρος του Κίχλη για να πει ανάμεσα σε άλλα:

Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι/ τ’ αγάλματα λυγίζουν
κάποτε σαν το καλάμι/ ανάμεσα σε ζωντανούς
καρπούς – τ’ αγάλματα…/ κι η φλόγα γίνεται δροσερή
πικροδάφνη/ η φλόγα που καίει τον άνθρωπο.

Εδώ βέβαια είναι ένας μάλλον ανόητος τύπος που μιλάει, μα η ροή της έκφρασής του δεν μου φαίνεται πολύ διαφορετική από όσα λέγονται σε άλλα ποιήματα. Έχουμε πάλι φεγγάρι, αγάλματα, λύγισμα, καρπούς και φλόγα που γίνεται δροσερή πικροδάφνη παρότι καίει τον άνθρωπο (?!?)…

6.    Το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ  είναι ποιήματα στην, ή από την, Κύπρο. «Σαλαμίνα της Κύπρος» (38-44):
Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια
μετά τη μάχη·/ εκείνοι που είδαν την αυγή μες απ’ την πάχνη
του θανάτου/ ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ’ άστρα/
νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα/ τα μάτια της ολόκληρης
καταστροφής·/ κι ακόμα εκείνοι που προσεύχονταν/ όταν το
φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια.

Εδώ κάνει εντύπωση η πάχνη του θανάτου· επίσης τα μαβιά μάτια της ολόκληρης καταστροφής και το ρήμα πριόνιζε που δεν αποδίδει καθόλου τη δράση οβίδων ή τορπιλών (= “φλογισμένο ατσάλι”: περίφραση).

Πολλά είναι τα ατοπήματα στα Τρία Κρυφά Ποιήματα και μερικά έχω θίξει σε παλαιότερα άρθρα. Σήμερα παίρνω τις 5 πρώτες γραμμές από το ΙΒ’ στο Θερινό Ηλιοστάσι:
Το αίμα τώρα τινάζεται/καθώς φουσκώνει η κάψα/ στις φλέβες
τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου. Γυρεύει να περάσει από το
θάνατο/για να’ βρει τη χαρά.

Δεν είναι πιο έντονο από ότι χρειάζεται το ρήμα «τινάζεται» καθώς υπαινίσσεται πως τινάζεται από κόψιμο;… Ποιο είναι το αίμα τ’ουρανού;… Γιατί πρέπει να περάσει (το αίμα, ο άνθρωπος;) από τον θάνατο για να βρει τη χαρά;…

7.    Μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το Ζ’ («Η λεύκα στο μικρό περιβόλι…») από το ίδιο Θερινό Ηλιοστάσι και να θαυμάσει την απλότητα και λιτότητα (μα και τον πλούτο συγκεντρωμένο εκεί) και μετά το Ε’ («Ο κόσμος τυλιγμένος…) ή το Β’ και να απορήσει με τις αντίθετες ιδιότητες .

Και αναρωτιέμαι. Τι απέγινε κείνη η χάρη που ζητούσε να του δοθεί (Ένας γέροντας στον Ακροποταμιά) – να μιλήσει απλά και να πει λιγοστά λόγια;… Δεν βαρέθηκε να αναπολεί συνεχώς την Οδύσσεια με την κατάβασή της, τις τραγωδίες με τη φρίκη τους; Δεν βαρέθηκε αυτόν τον αινιγματικό τρόπο γραφής με τα δικά του σύμβολα και τις εκτεταμένες γραμμές και προτάσεις. Γιατί άραγε προτίμησε να παρουσιάζεται ως κοσμοπολίτης άνθρωπος των γραμμάτων και βαθυστόχαστος διανοητής του ελληνισμού αλλά και δήθεν δραματικός ποιητής – παρά λυρικός;

Κρίμα!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *