Στέφανος Κασιμάτης
Ο χθεσινός «Ριζοσπάστης» είχε στην πρώτη σελίδα του θέμα με τον τίτλο «Τι κι αν έπεσε ο Γράμμος, εμείς συνεχίζουμε». Ηταν η κεντρική ιδέα της ομιλίας του Δ. Γόντικα, σε εκδήλωση του ΚΚΕ για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας – δηλαδή, τα 70 χρόνια αφότου το ΚΚΕ ξεκίνησε και επίσημα τον πόλεμο για την κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα. Στις εσωτερικές σελίδες, διαβάζουμε ότι «στα στιγμιότυπα που ξεχώρισαν, αποσπώντας το πιο δυνατό χειροκρότημα που ξεσήκωσε την αίθουσα, ήταν το ηχογραφημένο ντοκουμέντο με τη φωνή του Νίκου Ζαχαριάδη, που πρωτοπαρουσιάστηκε χτες». Ψυχραιμία· διότι, όπως λέει ο ποιητής, «είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται». Νιώθεται, προφανώς, από όσους μετείχαν στη συγκεκριμένη εκδήλωση και από το κόμμα που την οργάνωσε.
Την ίδια επιλεκτική (έως στρεβλωτική) στάση έναντι του ιστορικού παρελθόντος είδα και από την πλευρά της κυβερνώσας Αριστεράς, προ εικοσαημέρου, με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης των Αθηνών από τον γερμανικό στρατό το 1944. Παντού, στις ομιλίες, στις δηλώσεις, στην επετειακή αρθρογραφία των στελεχών της στον Τύπο, διαπίστωνες την εύσχημη υποβολή του μύθου ότι οι ναζί εγκατέλειψαν την κατακτημένη Αθήνα επειδή τους νίκησε με τον ηρωικό αγώνα «ο λαός μας» – όρος με τον οποίον εννοούν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Περιττεύει να ασχοληθούμε με την τερατώδη αφέλεια του μύθου ή με την εξωφρενική αγραμματοσύνη όσων τον αποδέχονται. Σημασία έχει ότι αν χάψεις τον μύθο αυτόν, έπειτα είναι πολύ φυσικό να συγκινείσαι όταν ακούς τη φωνή του Ζαχαριάδη και να πιστεύεις ότι ο αγώνας στον Γράμμο συνεχίζεται.
Φαντάζεσθε μια εκδήλωση ανάλογη αυτής του ΚΚΕ, από σοβαρούς ανθρώπους –χωρίς σεσημασμένες ψωνάρες και ακροδεξιούς–, για την αντίσταση του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, που ήταν τόσο σημαντική για την τελική σωτηρία της Αθήνας και της Ελλάδας; Θα τους ξέσκιζαν ζωντανούς σαν φασίστες. Θα τους ξέσκιζαν όχι μόνον οι αριστεροί, αλλά και κάποιοι δεξιοί από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως καραμανλικοί. Δεν πέρασαν και πολλές μέρες αφότου ο βουλευτής Γ. Βλάχος και ένας άλλος από τη Θεσσαλονίκη επιτέθηκαν στον Αδ. Γεωργιάδη για τον αντικομμουνισμό του.
Την καλύτερη εξήγηση αυτής της ανισορροπίας, ας την πούμε έτσι, βρήκα τις προάλλες σε ένα έξοχο κείμενο, μόλις τεσσάρων σελίδων, του ιστορικού Γ. Β. Δερτιλή, με τον τίτλο «Ιστορία και εξουσία», από το βιβλίο του «Συνειρμοί, μαρτυρίες, μυθιστορίες» (εκδόσεις Πόλις), το οποίο διαβάζω τώρα. «Οι ηττημένοι του Εμφυλίου Πολέμου», γράφει ο Δερτιλής, «υιοθετώντας τις δικές τους, μεροληπτικές ερμηνείες της ιστορίας και ειδικότερα της ιστορίας του Εμφυλίου, και αποκλείοντας με τη διαφανή μεροληψία τους τον οποιονδήποτε διάλογο, συντήρησαν το κλίμα του διχασμού, γαλβάνισαν τον φόβο και το μίσος των νικητών και τους διευκόλυναν στην προσπάθειά τους να διαιωνίσουν τη νίκη τους εξοστρακίζοντας τους ηττημένους. Οι νικητές, από τη δική τους πλευρά, αρκέστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία της εξουσίας για να συντηρήσουν τις ήδη υπάρχουσες, εθνικιστικές ερμηνείες της ελληνικής Ιστορίας. Και αυτές τις επέβαλαν με την εκπαίδευση και την κρατική προπαγάνδα διαστρεβλωμένες και αποσπασματικές. […] Με την αδίστακτη εκμετάλλευση της επίσημης Ιστορίας που επέβαλαν στην εκπαίδευση, οι νικητές κατασκεύασαν τρεις γενιές σχεδόν αμνησιακών Ελλήνων – όπως ακριβώς οι ηττημένοι κατασκεύασαν τρεις γενιές φανατικών με μνήμη διαστρεβλωμένη».
Πηγή: Καθημερινή